top of page

Καποδίστριας! Ο ηγέτης της Ρωμιοσύνης! (Μέρος Α')

  • sergioschrys
  • πριν από 13 λεπτά
  • διαβάστηκε 40 λεπτά

Ο άνθρωπος που επιχείρησε να αναστήσει ένα ΕΘΝΟΣ και πέθανε με την Ελλάδα στα χείλη του!


Κολοκοτρώνης, Πολυζωΐδης, Μαντώ Μαυρογένους, Υψηλάντης και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης πλαισιώνουν τον μεγάλο αυτόν άνδρα, τον Ιωάννη Καποδίστρια, σε μια φωτό που σχεδίασε η ΑΙ
Κολοκοτρώνης, Πολυζωΐδης, Μαντώ Μαυρογένους, Υψηλάντης και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης πλαισιώνουν τον μεγάλο αυτόν άνδρα, τον Ιωάννη Καποδίστρια, σε μια φωτό που σχεδίασε η ΑΙ

Καποδίστριας: Ο Ηγέτης που φοβήθηκε η Δύση, που μίσησαν οι φατρίες και που τον δολοφόνησε το πρώτο Ψευτορωμαίϊκο! Ο Κυβερνήτης που σήκωσε το Έθνος και τον κατέλυσαν οι υπηρέτες των ξένων. Ο Άγιος της Πολιτικής! Γιατί ο Καποδίστριας έπρεπε να πεθάνει ...για να ζήσει η Ελλάδα!

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ


Αυτό το άρθρο – αυτό το ιστορικό αφιέρωμα – το χρωστούσα κατ’ αρχής στον εαυτό μου. Δεν ήταν μόνο και μόνο επειδή τώρα προβάλλεται και η ταινία του Σμαραγδή. Ήταν πολύ παλιά υπόθεση αυτή η συγγραφή. Μια υπόθεση που ωρίμαζε χρόνια ολόκληρα μέσα μου, όχι ως φιλολογική-ιστορική υποχρέωση, αλλά ως εκείνο το άγραφο χρέος που νιώθει κανείς όταν κοιτάζει κατάματα μια μορφή που έβαλε πλάτη για να σταθεί όρθιο το Γένος και το πλήρωσε με το αίμα του. Γιατί ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν ήταν απλώς ένας Κυβερνήτης. Ήταν ένα κεφάλαιο της Ρωμιοσύνης που δεν διαβάστηκε ποτέ όπως έπρεπε.

Ο Καποδίστριας, ήταν ο άνθρωπος που, όταν το Έθνος σωριαζόταν εξαντλημένο, ανέλαβε να το σηκώσει. Ήταν εκείνος που πάτησε σε ερείπια και έστησε Πολιτεία. Ήταν ο διπλωμάτης που τιμήθηκε στα ευρωπαϊκά συνέδρια, αλλά στην πατρίδα του αντιμετώπισε όχι μόνο τη φτώχεια και την ανομία, αλλά και το δηλητήριο των φατριών. Και γι’ αυτό ακριβώς ο πρόλογος που γράφεται εδώ δεν μπορεί να είναι ουδέτερος. Διότι η ίδια η αλήθεια του Καποδίστρια δεν είναι ουδέτερη.

Σήμερα, το κείμενο αυτό δεν γράφεται ούτε για να χαϊδέψει συνειδήσεις, ούτε για να συμπληρώσει ένα ακόμα άρθρο της επετείας.

Γράφεται για να αποκαταστήσει την προδομένη μνήμη ενός ανθρώπου που δεν συγκρίνεται με κανέναν από όσους πέρασαν πριν ή μετά από την ελληνική πολιτική σκηνή. Αλλά κυρίως, γράφεται για να τελειώσουμε επιτέλους με τον μύθο ότι «τον έφαγαν τα πάθη της εποχής».

Όχι. Δεν τον έφαγαν τα...πάθη της εποχής. Αυτή είναι η απόλυτη γραμμή που απαίτησε η Βρετανία για να σκεπάσει τις πομπές της. Τον έφαγαν όσοι δεν άντεξαν την εντιμότητά του. Τον έφαγαν όσοι δεν ήθελαν Ελλάδα. Τον έφαγαν όσοι υπηρετούσαν ξένα συμφέροντα μέσα στο σώμα της πατρίδας.

Και γι’ αυτό το αφιέρωμα δεν είναι απλώς ιστορικό. Είναι μια υπόμνηση ότι, όταν η Ελλάδα είχε τον αληθινό Ηγέτη της, τον σκότωσαν εκείνοι που προτιμούσαν μια χώρα γονατισμένη και εξαρτημένη. Αυτό είναι το χρέος το δικό μου, που έφτασε η ώρα να πληρωθεί με λόγο. Με καθαρό λόγο. Με λόγο ρωμαίϊκο και ξάστερο, όχι με λόγο "Ψευτορωμαίϊκο" που βρίθει νεολογισμούς και αφηρημένες έννοιες. Με λόγο όπως ακριβώς άξιζε σε εκείνον τον άνδρα που έγινε εφιάλτης στα όνειρα των δυνατών...

ree

Η Ιστορία έχει μια παράξενη μνήμη. Δεν θυμάται πάντα τους πολλούς, αλλά δεν ξεχνά ποτέ τους λίγους που στάθηκαν στο ύψος της.

Και ο Καποδίστριας ήταν ένας τέτοιος "λίγος", από εκείνους που εμφανίζονται μονάχα όταν οι λαοί έχουν φτάσει στον ύστατο κατήφορο.


Όταν πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα το 1828, δεν παρέλαβε κανένα κράτος. Παρέλαβε μια ανοχύρωτη έκταση πόνου, μια γη κουρασμένη, ρημαγμένη, μισοκαμμένη από πολέμους, εμφυλίους, ληστές, πείνα, αρρώστιες.


Παρέλαβε προκρίτους που θεωρούσαν την εξουσία ιδιοκτησία, καπεταναίους που είχαν μπερδέψει την πατρίδα με την κλεφτουριά, φατρίες που απαιτούσαν “μερίδια”, ξένους που απαιτούσαν “υπογραφές υποτέλειας”.

Και όμως.

Απέναντι σε όλα αυτά, ένας άνθρωπος σηκώθηκε όρθιος.

Ένας άνθρωπος που δεν είχε ανάγκη την Ελλάδα γιατί η Ευρώπη ολόκληρη τον σεβόταν, τον ζητούσε, τον θαύμαζε. Αλλά η Ελλάδα είχε ανάγκη εκείνον, και αυτός το ήξερε. Δεν ήρθε για δόξες. Ήρθε για χρέος.


Εδώ λοιπόν αρχίζει η ιστορία που αποσιωπήθηκε. Πώς ο Ιωάννης Καποδίστριας προσπάθησε να χτίσει κράτος από το μηδέν, και πώς οι ίδιοι οι Έλληνες εκείνης της εποχής —ή μάλλον οι φατρίες που λυμαίνονταν το Γένος— μετατράπηκαν σε όργανα των ξένων Δυνάμεων για να τον σταματήσουν.


Γιατί το έργο του δεν ήταν απλώς διοικητικό. Ήταν επικίνδυνο. Ήταν επαναστατικό με τον μοναδικό τρόπο που τρομάζει τα διεφθαρμένα συστήματα εξουσιών. Εκείνος δεν ήθελε να μοιράσει αξιώματα, ήθελε να μοιράσει Πατρίδα. Γι’ αυτό και η διακυβέρνησή του δεν είναι ένα τεχνικό κεφάλαιο της ιστορίας, αλλά η στιγμή όπου η Ελλάδα όντως είχε την ευκαιρία να γίνει Ρωμιοσύνη οργανωμένη, ελεύθερη, αναστημένη — και την έχασε. Ή μάλλον, της την έκλεψαν


Από εδώ ξεκινάμε: Από το γιατί ο Καποδίστριας έφτασε ως την Ελλάδα, τι είδε, τι άγγιξε, τι σήκωσε και ποιοι ήταν αυτοί που δεν άντεξαν το φως του.

Γιατί για να καταλάβουμε ποιοι τον δολοφόνησαν, πρέπει πρώτα να δούμε

ποιόν δολοφόνησαν....


1. Από την Κέρκυρα στην Ευρώπη των Αυτοκρατοριών (1776–1809)


Η γέννηση ενός "Ευρωπαίου" Έλληνα


Ο Ιωάννης Αντώνιος Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1776, σε μία από τις πιο ταραγμένες εποχές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η Κέρκυρα του 18ου αιώνα δεν ήταν απλώς ένα νησί στην άκρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν ένα πολύχρωμο σταυροδρόμι ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, μία μικρογραφία του κόσμου που θα καθόριζε τη ζωή του μελλοντικού Κυβερνήτη της Ελλάδας.


Ενετοκρατούμενη ακόμη, αλλά βαθιά ελληνική στο ήθος της, η Κέρκυρα παρείχε σε έναν νεαρό Έλληνα τη σπάνια δυνατότητα να ανατραφεί μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι γλώσσες, οι κουλτούρες και οι πολιτικές επιρροές συνυπήρχαν σε έναν αδιάκοπο διάλογο.


Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ανατράφηκε ο Ιωάννης. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με ρίζες που ανάγονταν στη βυζαντινή παράδοση και στην ορθόδοξη ελληνική ευγένεια, ο νεαρός Καποδίστριας μεγάλωσε σε έναν κόσμο που δεν γνώριζε εσωστρέφεια. Η Κέρκυρα, με τα γυμνάσια, τις λατινικές και ιταλικές επιρροές, την άμεση επαφή με την ιταλική χερσόνησο και τα πνευματικά ρεύματα της Δύσης, του άνοιξε από νωρίς τον ορίζοντα. Ενώ ο υπόλοιπος Ελληνισμός ζούσε στην ασφυκτική σκιά της Οθωμανικής κυριαρχίας, η Κέρκυρα τον μύησε σε έναν κόσμο όπου ο Έλληνας μπορούσε ακόμη να σκέπτεται, να μορφώνεται και να σχεδιάζει.


Από πολύ νωρίς ανεδείχθη σε μαθητή με εξαιρετικές επιδόσεις. Η οικογένειά του, αντιλαμβανόμενη τις πνευματικές του δυνατότητες, φρόντισε να του εξασφαλίσει ανώτερη παιδεία. Ο Ιωάννης σπούδασε Ιατρική, Φιλοσοφία και Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ένα από τα παλαιότερα και λαμπρότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η επιλογή της Ιατρικής δεν ήταν τυχαία. Η ιατρική επιστήμη απαιτεί αυστηρή παρατήρηση, μεθοδικότητα, πειθαρχία, καθώς και βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Χαρακτηριστικά που θα τον συνόδευαν και ως πολιτικό και ως διπλωμάτη.


Κατά την παραμονή του στην Ιταλία ήρθε σε επαφή με τις μεγάλες ιδέες της εποχής. Τον Διαφωτισμό, τον ορθολογισμό, τις θεωρίες περί κοινωνικής σύμβασης, αλλά και τις κριτικές τους. Σε αντίθεση όμως με πολλούς σύγχρονούς του, που είτε γοητεύθηκαν άκριτα από τον δυτικό ορθολογισμό είτε τον απέρριψαν στο όνομα μιας αμυντικής παράδοσης, ο Καποδίστριας διαμόρφωσε μία ισορροπημένη οπτική. Αναγνώριζε την αξία των θεσμών, της νομιμότητας, της οργάνωσης και της επιστήμης, αλλά παρέμενε βαθιά προσηλωμένος στην ορθόδοξη πνευματικότητα και στον ελληνικό τρόπο του πολιτεύεσθαι. Για εκείνον, η δύναμη ενός κράτους δεν έγκειται μόνο στα συντάγματα και στις διακηρύξεις, αλλά πρωτίστως στην ηθική συγκρότηση του λαού και στην ποιότητα της διοίκησής του.


Όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα, στα τέλη της δεκαετίας του 1790, βρήκε ένα νησί ριγμένο στη δίνη των μεγάλων ευρωπαϊκών ανακατατάξεων. Η πτώση της Βενετίας και η έλευση των Γάλλων δημοκρατικών, η μετέπειτα εκστρατεία του ρωσο-οθωμανικού στόλου υπό τον Ρώσο ναύαρχο Φιοντόρ Φιοντόροβιτς Ουσακώφ και η ίδρυση της Επτανήσου Πολιτείας (Επτάνησος Πολιτεία, 1800–1807), υπό τη συλλογική προστασία της Ρωσίας και της Υψηλής Πύλης, δημιούργησαν ένα εντελώς νέο πολιτειακό πλαίσιο. Στο πλαίσιο αυτό, ο Καποδίστριας δεν έμεινε θεατής.


Το 1799 ανέλαβε καθήκοντα στην Επιτροπή Υγείας της Κέρκυρας. Εκεί, η ιατρική του κατάρτιση συνάντησε την οργανωτική του ικανότητα. Αντιμετώπισε κινδύνους επιδημιών, οργάνωσε μέτρα δημόσιας υγείας και κέρδισε την εμπιστοσύνη τόσο του τοπικού πληθυσμού όσο και των ρωσικών αρχών. Η δράση του δεν ήταν απλώς τεχνική. Ήταν βαθύτατα ανθρωποκεντρική. Ο Καποδίστριας δεν έβλεπε αριθμούς, αλλά ανθρώπους. Σε μία εποχή όπου η ζωή του απλού ανθρώπου εθεωρείτο αναλώσιμη, εκείνος υπερασπιζόταν την αξία της ως αυτονόητο αξίωμα.


Η αναγνώρισή του υπήρξε ταχεία. Σύντομα κλήθηκε να αναλάβει πιο υπεύθυνα καθήκοντα στην διοίκηση της Επτανήσου Πολιτείας, του πρώτου, έστω υποτυπώδους, ελληνικού κρατικού μορφώματος μετά την Άλωση. Υπηρέτησε ως γραμματέας της Γερουσίας και επιφορτίσθηκε με ζητήματα εξωτερικών υποθέσεων. Στην πράξη, διαχειριζόταν τις σχέσεις της μικρής αυτής πολιτείας με τη Ρωσία, την Υψηλή Πύλη, τις δυνάμεις της Αδριατικής και της Μεσογείου.


Εκεί αναδείχθηκε για πρώτη φορά το μεγάλο του χάρισμα: Η ικανότητα να σκέπτεται με όρους κρατικής υπόστασης ακόμη και όταν το κράτος είναι μικρό, εύθραυστο και εξαρτημένο. Για τον Καποδίστρια, η Επτάνησος Πολιτεία δεν ήταν απλώς ένα νομικό μόρφωμα υπό ξένη επικυριαρχία. Ήταν ένα εργαστήριο. Ένα πρότυπο για το πώς θα μπορούσε να οργανωθεί μία ευρύτερη ελληνική πολιτεία στο μέλλον.


Η δράση του στα Επτάνησα προσέλκυσε την προσοχή της ρωσικής αυτοκρατορικής αυλής. Οι αναφορές των Ρώσων αξιωματούχων κάνουν λόγο για έναν Έλληνα με σπάνια διοικητική ικανότητα, πολιτική διορατικότητα και απόλυτη ακεραιότητα. Δεν άργησε, λοιπόν, να κληθεί στην Αγία Πετρούπολη, όπου θα εγκαινιαζόταν η δεύτερη και καθοριστική φάση της ζωής του: Η πορεία του από την επαρχιακή διοίκηση της Επτανήσου Πολιτείας στα ύπατα κλιμάκια της ρωσικής διπλωματίας.


Από την Κέρκυρα, από ένα σύμπλεγμα νησιών που προσπάθησαν για λίγο να υπάρξουν ως αυτόνομη πολιτεία μέσα στην τρικυμία των αυτοκρατοριών, ο Ιωάννης Καποδίστριας ξεκινούσε την άνοδο προς την καρδιά της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Ένας Έλληνας, γέννημα θρέμμα του Ιονίου, με παιδεία ρωμαϊκή-ελληνική, ψυχή ορθόδοξη και ευρωπαϊκό ορίζοντα, ετοιμαζόταν να γίνει όχι απλώς ανώτατος διπλωμάτης, αλλά ο πρώτος πραγματικά Ευρωπαίος Έλληνας της νεότερης ιστορίας.


Με αυτή την πνευματική και πολιτική προίκα θα περάσει το κατώφλι της ρωσικής αυτοκρατορικής αυλής. Εκεί, στα ανάκτορα της Αγίας Πετρουπόλεως, θα αρχίσει να σμιλεύεται ο άνθρωπος που αργότερα θα αναλάβει να συγκροτήσει το πρώτο ελληνικό κράτος. Αλλά πριν από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας θα μάθει να διοικεί αυτοκρατορία. Και αυτό θα σφραγίσει για πάντα τον τρόπο με τον οποίο θα αντιληφθεί την έννοια του κράτους, της πολιτείας και της εθνικής ανεξαρτησίας.


2. Η ραγδαία άνοδος: Ο Καποδίστριας ως κορυφαίος Ευρωπαίος διπλωμάτης (1809–1822)


Από την Αγία Πετρούπολη στο συνέδριο της Βιέννης – Η πορεία ενός Έλληνα στην καρδιά των αυτοκρατοριών


Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας έφθασε στην Αγία Πετρούπολη το 1809, η Ευρώπη βρισκόταν σε κατάσταση αναβρασμού που δύσκολα φαντάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο Ναπολέων είχε μετατρέψει σχεδόν όλη την ήπειρο σε πεδίο μιας διαρκούς αναμέτρησης με την Αυστρία, την Πρωσία και τη Ρωσία με αποτέλεσμα η παλαιά ισορροπία των αυτοκρατοριών να καταρρεύσει και κάθε κίνηση μπορούσε να αλλάξει το πρόσωπο της ηπείρου. Στον κόσμο αυτόν των απόλυτων αψβουργικών βασιλέων, των σιδερένιων καγκελαρίων και των απέραντων στρατών, λίγοι θα περίμεναν ότι ένας Έλληνας από την Κέρκυρα θα αναρριχόταν σε θέση ισχύος τέτοια ώστε να επηρεάσει την τύχη των κρατών.


Η άνοδος του Καποδίστρια υπήρξε αστραπιαία.

Η ρωσική αυλή, ιδίως ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α’, διέκριναν από την πρώτη στιγμή σε αυτόν έναν άνθρωπο που συνδύαζε ήθος, επιστημονική οξύτητα και πολιτική διορατικότητα.


Δεν ήταν τυχαίο ότι, σε αντίθεση με άλλους που κολάκευαν για να υποδεχθούν εύνοιες, ο Καποδίστριας παρουσίαζε εαυτόν με σεμνότητα και αυστηρότητα. Ο Αλέξανδρος, ο οποίος αναζητούσε όχι απλώς δυνατούς συμβούλους, αλλά χαρακτήρες ικανούς να διαχειρισθούν μία ήπειρο που φλεγόταν, βρήκε στον Έλληνα έναν συνεργάτη που του ενέπνεε απόλυτη εμπιστοσύνη.


Από το 1810 ο Καποδίστριας εντάσσεται στο ρωσικό υπουργείο των Εξωτερικών και, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, μπαίνει στον στενό κύκλο των υψηλών διπλωματών του ρωσικού κράτους. Δεν λειτουργούσε ως απλός υπάλληλος. Σκεπτόταν, ανέλυε, συνέτασσε μνημόνια για τα μείζονα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και . Τα κείμενά του, που σώζονται σε αρχεία της Ρωσίας και της Ελβετίας, αποδεικνύουν έναν άνθρωπο με βαθιά κατανόηση του ευρωπαϊκού συστήματος ισορροπιών, αλλά και μια σπάνια ικανότητα να προβλέπει τις συνέπειες των εξελίξεων.


Η μεγάλη στιγμή: Ο πόλεμος του 1812 και ο ρόλος του Καποδίστρια


Κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία (1812), ο Καποδίστριας ανέλαβε κρίσιμες αποστολές συντονισμού και διαπραγματεύσεως. Επισήμως ήταν διπλωμάτης. Ανεπισήμως ήταν ο άνθρωπος που προσπαθούσε να συγκρατήσει συμμαχίες, να προλάβει διαρρήξεις, να ενημερώνει τον Τσάρο με ακρίβεια σχεδόν στρατιωτικού επιτελείου. Ο Τσάρος τον εμπιστευόταν όχι για τις ευγενικές του λέξεις, αλλά για την ακρίβεια των αναλύσεών του.


Η Ρωσία κέρδισε χρόνο, ο Ναπολέων βυθίσθηκε στο χιόνι και η Ευρώπη άρχισε να αλλάζει ξανά τροχιά. Ο Καποδίστριας βρέθηκε μέσα σε όλο αυτό το γιγαντιαίο μεταίχμιο, όχι ως παθητικός παρατηρητής αλλά ως ενεργός διαμορφωτής.


Η κορύφωση: Το Συνέδριο της Βιέννης (1814–1815)


Η εποχή απαιτούσε ανθρώπους ικανούς να συνομιλήσουν με τον Μέττερνιχ, τον Κάσλρεϊ, τον Χάρντενμπεργκ, τους γίγαντες της διπλωματίας. Και πράγματι, στο Συνέδριο της Βιέννης —τη μεγαλύτερη διπλωματική σύναξη της νεότερης Ευρώπης— ο Καποδίστριας έλαμψε. Εκεί, οι μεγάλες αυτοκρατορίες προσπάθησαν να ανασυγκροτήσουν μια ολόκληρη ήπειρο μετά την πτώση του Ναπολέοντα. Η Ρωσία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Βρετανία αναζητούσαν μια νέα ισορροπία που θα απέτρεπε μελλοντικούς πολέμους.


Ο Έλληνας διπλωμάτης είχε ένα διπλό καθήκον. Πρώτον, να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της Ρωσίας. Δεύτερον και εξίσου σημαντικό για εκείνον, να προετοιμάσει το έδαφος για το μέλλον της Ελλάδας.

Στο Συνέδριο της Βιέννης, ο Καποδίστριας δεν μίλησε ποτέ ανοιχτά για την υπόδουλη πατρίδα του — το απαγόρευε η θέση του. Ωστόσο, έκανε κάτι άλλο, μεταχειριζόμενος τη διπλωματία.  Μίλησε για τα δικαιώματα των εθνών, για την ανάγκη προστασίας των λαών από την αυθαιρεσία, για την αξία της ιστορικής μνήμης και κυρίως, για τον ρόλο της Ορθόδοξης Ανατολής στην Ευρώπη.


Τα μνημόνια του, ιδίως o «Περί Ανατολικού Ζητήματος» φάκελος, θεωρούνται από όλους τους ιστορικούς πρόδρομοι των μετέπειτα ευρωπαϊκών συζητήσεων για την ελευθερία των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


Ο Κάσλρεϊ (Robert Stewart, υποκόμης Castlereagh 1769-1822), o μέγας αυτός διπλωμάτης δεν τον συμπάθησε ποτέ. Τον θεωρούσε «υπερβολικά ευφυή» και «βάναυσα ανεξάρτητο» και μή...διαχειρίσιμο. Ο Μέττερνιχ τον προσεγγίζει με καχυποψία, διότι βλέπει σε αυτόν έναν άνθρωπο που πιστεύει στη ζωή των εθνών, όχι στη διατήρηση της αυστριακής ισορροπίας με κάθε κόστος. Αλλά ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ συνέχιζε να τον εμπιστεύεται απόλυτα. Και η φήμη του Έλληνα διπλωμάτη εξαπλωνόταν σε όλη την Ευρώπη.


Η θέση του ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας


Το 1816 διορίζεται επίσημα συν-διευθυντής (και ουσιαστικά συν-υπουργός) του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών. Εκεί φθάνει στην κορυφή της διπλωματικής ιεραρχίας, σε θέση που κανείς Έλληνας δεν είχε ποτέ κατέχει. Ακόμη και οι Άγγλοι σχολιαστές της εποχής, εχθρικοί απέναντί του, γράφουν:

«Είναι ένας από τους πλέον φωτεινούς νόες της Ευρώπης, αλλά επικίνδυνος διότι πιστεύει εις αρχάς»

Η φράση αυτή είναι η επιτομή του χαρακτήρα του. Στη Ρωσία έγινε ο αρχιτέκτων της εξωτερικής πολιτικής στο θέμα της Ελβετίας (όπου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη θέσπιση του ομοσπονδιακού πολιτεύματος), των Βαλκανίων, της πρώτης φάσης του Ανατολικού Ζητήματος, των σχέσεων με την Αυστρία και την Πρωσία, ακόμη και της Ιταλίας και της Γερμανίας!


Αλλά το σημαντικότερο ήταν άλλο. Ο Καποδίστριας διαμόρφωσε την ιδέα της "Ευρώπης των Εθνών" πριν ακόμη αυτή υπάρξει.

Πίστευε δηλαδή στην εθνική αυτοδιάθεση, αλλά όχι όμως και στην αναρχική επανάσταση. Πίστευε στην ισορροπία των κρατών, αλλά όχι στην τυφλή διατήρηση της παλαιάς τάξης. Μ’ άλλα λόγια, πίστευε στη συνεργασία, αλλά όχι στην υποτέλεια.

Όμως, η ίδια η Ευρώπη, σε μεγάλο βαθμό, δεν ήταν έτοιμη ακόμη για τις ιδέες του.


Η παραίτηση – Το ελληνικό ζήτημα γίνεται προσωπική του υπόθεση


Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο Καποδίστριας βρέθηκε σε μια αβάσταχτα δύσκολη θέση. Ηταν Έλληνας, βαθύτατα πατριώτης, αλλά υπηρετούσε μια αυτοκρατορία που —προσωρινά— δεν ήθελε να συγκρουστεί με την Οθωμανική Πύλη.


Ο Αλέξανδρος ο Α’ τον πίεσε να καταδικάσει την Επανάσταση αλλά ο Καποδίστριας αρνήθηκε. Και ενώ εξωτερικά φάνηκε πως συμμορφώθηκε, στην πραγματικότητα άρχισε να οργανώνει το ευρωπαϊκό έδαφος ώστε η Επανάσταση να μην συντριβεί.


Οι Άγγλοι και ο Μέτερνιχ το κατάλαβαν γρήγορα. Το ίδιο και ο Τσάρος. Όλοι πίστεψαν πως επειδή στήθηκε πρόχειρα η επανάσταση - έτσι νόμιζαν - σίγουρα θα κατέρρεε από την δυναμική του οθωμανικού στρατού. Δεν υπολόγιζαν όμως σωστά, αγνοώντας πως την εποχή που ξέσπασε η Επανάσταση, η Οθωμανία είχε ανοίξει…πολλαπλά μέτωπα.

Το 1822, με μια παραίτηση που συγκλόνισε την ευρωπαϊκή διπλωματία, ο Καποδίστριας εγκατέλειψε το ύπατο αξίωμα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής

για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην υπόθεση της Ελλάδας.


Σαφέστατα και δεν το έκανε από φιλοδοξία. Το έκανε από χρέος. Και από εκείνη τη στιγμή, η Ευρώπη έχασε έναν από τους μεγαλύτερους διπλωμάτες της και η Ελλάδα απέκτησε —επιτέλους— τον άνθρωπο που θα την κρατούσε ζωντανή στα τραπέζια των ισχυρών.


3. Ο Ελβετός φίλος και χρηματιστής – Jean-Gabriel Eynard


Η συγκλονιστική φιλία που ένωσε την Ελβετία με τον υπόδουλο Ελληνισμό και κρατούσε ζωντανή την Επανάσταση όταν η Ευρώπη την εγκατέλειψε


Στους αιώνες που ακολουθούν, σπανίζουν οι στιγμές όπου η ιστορία ενός έθνους διασταυρώνεται με τη ζωή ενός ανθρώπου από μια άλλη χώρα, τόσο βαθειά ώστε το όνομά του να γίνει σύμβολο αφοσίωσης και γενναιοδωρίας.

Ο Jean-Gabriel Eynard, Ελβετός τραπεζίτης από τη Γενεύη, υπήρξε όχι απλώς ο πιο σημαντικός φιλέλληνας της Ευρώπης, αλλά ο προσωπικός φίλος, ο βοηθός, ο σύμβουλος και ο οικονομικός «πνεύμονας» του Ιωάννη Καποδίστρια σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της ζωής του.


Η πρώτη γνωριμία – Η Ελβετία ως δοκιμαστικό πεδίο του Καποδίστρια


Η γνωριμία τους έγινε το 1814, όταν ο Καποδίστριας, ως υψηλόβαθμος διπλωμάτης της ρωσικής αυτοκρατορίας, ανέλαβε την αποστολή να αποκαταστήσει την Ελβετία μετά τις ναπολεόντειες καταστροφές. Η χώρα των Άλπεων ήταν σκορπισμένη σε φατρίες, διαιρεμένη σε καντόνια, βαθιά τραυματισμένη από δεκαετίες αναταραχής. Ο Καποδίστριας, με έναν τρόπο που οι ίδιοι οι Ελβετοί ακόμη θυμούνται, ένωσε τα ανταγωνιστικά καντόνια, συνέταξε μαζί τους ένα πρόπλασμα συντάγματος, σταθεροποίησε την πολιτική τους ζωή και θεμελίωσε την ουδετερότητα που ακόμη και σήμερα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ελβετικής ταυτότητας.


Ο Eynard ήταν τότε ήδη μια εξέχουσα μορφή: Τραπεζίτης, επιχειρηματίας, μέλος της εύρωστης γενεάλειας τάξης, με σημαντικές διεθνείς διασυνδέσεις. Γοητεύθηκε από τον Έλληνα διπλωμάτη όχι για το αξίωμά του, αλλά για το ήθος του. Οι Ελβετοί είδαν στον Καποδίστρια έναν άνθρωπο που δεν προσέγγιζε τα προβλήματα με δύναμη, αλλά με πειθαρχημένη λογική, αλήθεια και ταπεινή ευγένεια.


Η φιλία των δύο ανδρών άρχισε αμέσως. Σώζονται δεκάδες επιστολές όπου ο Eynard μιλά για τον Καποδίστρια με βαθύ σεβασμό, σχεδόν με θαυμασμό, γράφοντας κάποτε:

«Είναι ο μόνος άνθρωπος που ευλόγησε ο Θεός για να συνενώσει λαούς χωρίς να χρησιμοποιήσει βία.»

Ο Eynard μαθαίνει για την Ελληνική Επανάσταση – και επιλέγει πλευρά


Όταν το 1821 ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, ο Eynard ήταν από τους πρώτους στην Ευρώπη που συνειδητοποίησαν το μέγεθος του ιστορικού γεγονότος. Όχι επειδή ήταν ήδη φιλέλληνας, αλλά επειδή ήξερε ποιος ήταν ο Καποδίστριας. Για τον Eynard, το ελληνικό ζήτημα δεν ήταν μια εξωτική εξέγερση ενός μακρινού λαού· ήταν η υπόθεση της πατρίδας ενός φίλου, ενός ανθρώπου τον οποίο εκτιμούσε όσο λίγους.


Οι επιστολές του Eynard εκείνης της περιόδου είναι συγκλονιστικές. Γράφει, απευθυνόμενος στον Έλληνα φίλο του:

«Αν η πατρίδα σου επιζήσει, θα οφείλεται στην πίστιν σου και στο όνειρό σου για αυτήν.»

Και ακόμη:

«Η Ευρώπη είναι κουφή μπροστά στο αίμα των Ελλήνων. Εγώ δεν θα είμαι.»

Η οικονομική σωτηρία του Αγώνα – Τα εμβάσματα, τα όπλα, τα πολεμοφόδια


Ο Eynard δεν περιορίστηκε σε λόγια συμπάθειας. Σε μια εποχή όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις κρατούσαν διστακτική στάση, όπου οι Φαναριώτες υπονόμευαν τον συλλογικό σκοπό, και όπου τα αγγλικά δάνεια βούλιαζαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία, ο Ελβετός τραπεζίτης έθεσε σε κίνηση το προσωπικό του δίκτυο και άρχισε να στέλνει χρήματα, τρόφιμα, φάρμακα, στολές, πολεμοφόδια, ακόμη και πυροβόλα. Σε πολλές περιπτώσεις, η ίδια Επανάσταση —χωρίς καμία υπερβολή— θα είχε καταρρεύσει χωρίς τη δική του συνδρομή.


Σε επιστολή του ο Κοραής αναφέρει ότι «ο Εϋνάρδος είναι ο αληθής ευεργέτης της Ελλάδος». Κι όμως, ακόμη και ο Κοραής δεν γνώριζε το βάθος της προσφοράς του.


Στο μεταξύ, ο Eynard πλήρωσε τον εξοπλισμό για τον στρατό της Πελοποννήσου, ενίσχυσε την άμυνα της Ύδρας, χρηματοδότησε πολλούς από τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στα Επτάνησα, συνέδραμε στις σπουδές νέων Ελλήνων στην Ευρώπη, μέχρι που κάλυπτε με δικά του κεφάλαια τα έξοδα πολλών διπλωματικών αποστολών.

Κσι το πιο σημαντικό; Ποτέ δεν ζήτησε ανταλλάγματα για οτιδήποτε έπραττε για την επαναστατημένη Ελλάδα…


Ο άνθρωπος που στήριξε τον Καποδίστρια όταν αυτός παραιτήθηκε


Το 1822, όταν ο Καποδίστριας παραιτήθηκε από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών και αφοσιώθηκε στην υπόθεση της Ελλάδας, βρέθηκε ουσιαστικά χωρίς μισθό, χωρίς οικονομικά μέσα, χωρίς πόρους.

Τότε ο Eynard παρενέβη ως αληθινός φίλος!

Πλήρωνε μέρος των προσωπικών εξόδων του, χρηματοδοτούσε τις περιοδείες και τις συναντήσεις του, τον ενίσχυε με δάνεια που ποτέ δεν ζήτησε να του επιστραφούν και άλλα παρόμοια.


Για τον Eynard, ο Καποδίστριας ήταν ο εκλεκτός της ιστορίας. Και ήξερε πολύ καλά ο Ελβετός πως η Ευρώπη,  χρειαζόταν τα μάλα έναν τέτοιο άνδρα.


Η στιγμή της κορύφωσης – Η εκλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας


Όταν το 1827 η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε ομοφώνως τον Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, ο Eynard ήταν το πρώτο πρόσωπο εκτός Ελλάδας που το έμαθε. Και ήταν από τους λίγους που κατάλαβαν το βάρος εκείνης της στιγμής. Το γράφει ο ίδιος λέγοντας:

«Ο κόσμος νομίζει ότι κέρδισε η Ελλάς. Εγώ ξέρω ότι κέρδισε η Ευρώπη.»

Ο Ελβετός τραπεζίτης πίστευε πως με τον Καποδίστρια η Ελλάδα θα γινόταν ένα σταθερό κράτος και θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ισορροπία. Και στάθηκε δίπλα του σε κάθε βήμα της κυβερνητικής του πορείας.


Μετά τη δολοφονία – Η θλίψη ενός φίλου που έχασε κομμάτι της ψυχής του


Η δολοφονία του Καποδίστρια το 1831, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα σοκαριστικά γεγονότα στην Ευρώπη. Για τον Eynard όμως, ήταν μια προσωπική καταστροφή.

Όταν έμαθε το νέο, έγραψε:


«Έφυγε εκείνος που δεν μοιάζει με κανέναν. Έφυγε ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ…»

Μετά τον θάνατο του Καποδίστρια, ο Eynard δεν έκλεισε ποτέ τον φάκελο «Ελλάδα». Για χρόνια ολόκληρα συνέχισε να βοηθά οικογένειες Ελλήνων, στηρίζει σχολεία, χρηματοδοτεί τυπογραφεία και βιβλία, ενισχύει ορφανοτροφεία, παρέχει υποτροφίες.

Έφυγε από τη ζωή το 1863, έχοντας αφιερώσει σαράντα χρόνια στον Ελληνισμό.

Η Ελλάδα του οφείλει μια τιμή που μόνο οι μεγάλοι ευεργέτες αξίζουν. Αλλά ποιός να του τη δώσει άραγε; Οι Ψευτορωμιοί που κάθε μέρα που περνάει, σκάβουν το λάκκο της πατρίδας;


Το νόημα της φιλίας τους για την ιστορία


Η σχέση Καποδίστρια – Eynard δεν ήταν απλώς μια προσωπική φιλία. Ήταν η απόδειξη ότι η Ελλάδα, ακόμη και μέσα στην πιο σκοτεινή της περίοδο, είχε συμμάχους όχι επειδή ζητούσε ελεημοσύνη, αλλά επειδή διέθετε ανθρώπους άξιους να εμπνεύσουν την Ευρώπη.

Αυτή η φιλία στήριξε έναν ολόκληρο Αγώνα. Αυτή η φιλία, θα μπορούσα να πω πως  “γέννησε” ένα κράτος. Και αυτή η φιλία δείχνει ότι οι πραγματικοί σύμμαχοι δεν αγοράζονται. Τους εμπνέεις με την δική σου αξία.


4. Η Ελληνική Επανάσταση και ο άνθρωπος που την «κράτησε ζωντανή» στην Ευρώπη (1821–1827)


Η διπλωματία ως όπλο, η ηθική ως ασπίδα – Ο Καποδίστριας μόνος απέναντι στους μονάρχες της Ευρώπης


Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821, ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ήδη μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Είχε υπηρετήσει στο Συνέδριο της Βιέννης, είχε σχεδιάσει το ελβετικό πολιτειακό σύστημα, είχε συμβουλεύσει τον Τσάρο στα πιο κρίσιμα ζητήματα, και είχε διαμορφώσει ένα διεθνές κύρος που δεν διέθετε κανένας Έλληνας της εποχής. Όμως το κύρος αυτό, αντί να λειτουργήσει ως μοχλός, μετατράπηκε σε σταυρό.


Γιατί η Ευρώπη του 1821 δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί την Ελληνική Επανάσταση.


Η Ιερά Συμμαχία, η μεγάλη συμμαχία των μοναρχών, είχε συμφωνήσει να συντρίβει κάθε επαναστατική κίνηση, ανεξαρτήτως περιεχομένου ή δικαίου. Ο Μέττερνιχ, ο αρχιτέκτονας της συντήρησης, έβλεπε στην Επανάσταση όχι έναν λαό που αγωνιζόταν για την ελευθερία του, αλλά τον κίνδυνο της επέκτασης των ιδεών του 1789. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ είχε μετατοπισθεί σε αυστηρή συντηρητική γραμμή.

Η Αγγλία δεν ήθελε διατάραξη του γεωπολιτικού ισοζυγίου στην Ανατολική Μεσόγειο ενώ η Γαλλία δίσταζε.


Ο Καποδίστριας, βαθιά Έλληνας στην ψυχή του και βαθιά χριστιανός στο ήθος του, βρέθηκε μπροστά σε μια τραγική ηθική δοκιμασία: Να υπογράψει το πολιτικό θάνατο της πατρίδας του ή να θυσιάσει την ευρωπαϊκή του καριέρα;


Η μεγάλη άρνηση – Ο Έλληνας που δεν υπέγραψε τον θάνατο της Ελλάδας


Ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α’, πιεζόμενος από τον Μέττερνιχ, ζήτησε από τον Καποδίστρια να συνυπογράψει κείμενο που καταδίκαζε την Ελληνική Επανάσταση ως «επαναστατικό κίνημα ασέβειας, ενάντιο στην θεόθεν κηρυγμένη τάξη». Ο Καποδίστριας αρνήθηκε και του έδωσε το χαρτί πίσω με περιφρόνηση.

Ήταν μια άρνηση που ισοδυναμούσε με παραίτηση, με απώλεια εξουσίας, ίσως και με εξορία.

Αλλά εκείνος δεν υποχώρησε. Στα επίσημα αρχεία της Ρωσίας καταγράφεται η περίφημη φράση του:

«Δεν δύναμαι να υπογράψω την καταδίκην του ιδίου μου του έθνους»

Αυτή η φράση, που θα έμενε στην ιστορία ως η πρώτη μεγάλη πράξη ηθικής ανυπακοής ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, σφράγισε το τέλος της καριέρας του στην αυτοκρατορική αυλή. Και ταυτόχρονα επέτρεψε στην Ελλάδα να συνεχίσει να υπάρχει πολιτικά.


Ο Καποδίστριας μετατρέπεται σε “σκιά διπλωματίας”


Αποχωρώντας από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, ο Καποδίστριας δεν αποσύρεται από την πολιτική ζωή. Αντιθέτως, ξεκινά την πιο σημαντική και δύσκολη μάχη της ζωής του, τη μάχη να πείσει την Ευρώπη ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν είναι γαλλική, ούτε ριζοσπαστική, ούτε καρμπονάρικη, αλλά ηθική και εθνική.


Η διπλωματία γίνεται και πάλι το όπλο του Καποδίστρια.  Η ηθική του γίνεται ασπίδα.

και η υπομονή του γίνεται στρατηγική.

Ταξιδεύει σε όλα τα κέντρα αποφάσεων. Ελβετία, Γαλλία, Βιέννη, Γερμανία. Συναντά υπουργούς, πρέσβεις, τραπεζίτες, ηγεμόνες. Στέλνει υπόμνημα επί υπομνήματος.

Προειδοποιεί, εκλιπαρεί, συμβουλεύει, προτρέπει.

Η Ευρώπη όμως δεν αλλάζει εύκολα, γιατί τα συμφέροντα αφ’ ενός ήταν αντικρουόμενα, ενώ ο Μέτερνιχ ανησυχούσε σφόδρα για την δική του θέση και επομένως για την δική του…αυτοκρατορία που παράπεε.

Το μήνυμα όμως του Καποδίστρια, ήταν καταλυτικό:


«Η Ελλάς δεν ζητεί ανατροπή, ζητεί αποκατάσταση της φυσικής της ελευθερίας.»

Η Επανάσταση αιμορραγεί, ο Καποδίστριας κρατά ανοιχτή την πόρτα


Το 1823–1825 η Επανάσταση βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Ο εμφύλιος σπαταλά ανθρώπους και πόρους.

Από την άλλη, ο Ιμπραήμ καταστρέφει και καίει ενώ η κυβέρνηση Ζαΐμη διασπάται και με τα δάνεια του Λονδίνου ως βαρίδι, βυθίζουν τη χώρα. Και στο παρασκήνιο, οι Φαναριώτες να βυθίζουν τον Αγώνα σε νέες έριδες.

Κι όμως, παρά το χάος, η Ελλάδα δεν σβήνει από το διεθνές τραπέζι, γιατί ο Καποδίστριας φροντίζει να μιλήσει εκ μέρους της. Μόνος του, χωρίς πλέον αξίωμα. Χωρίς εντολή. Και χωρίς κανένα κράτος ή δύναμη πίσω του.


Ήταν η εποχή όπου η Ελλάδα υπήρχε μόνο σε λίγες φλόγες στα βουνά, σε λίγα πλοία στο Αιγαίο και σε λίγες ψυχές που αρνούνταν να παραδοθούν. Και μόνο ο Καποδίστριας υπήρχε, ο οποίος παράλληλα, σε ένα γραφείο στη Γενεύη έγραφε, αλληλογραφούσε, σχεδίαζε, χωρίς ίσως καμία προσωπική ασφάλεια και χωρίς καμία εγγύηση επιτυχίας.


Η Ευρώπη αρχίζει να αλλάζει στάση – Η διπλωματική επιμονή του Καποδίστρια αποδίδει


Από το 1826 και μετά, η κατάσταση στην Ευρώπη αλλάζει. Η κοινή γνώμη —ιδίως στη Γαλλία και την Αγγλία—  που είχε ευαισθητοποιηθεί  ήδη από τα φιλελληνικά κινήματα, αρχίζει να βλέπει την επανάσταση με άλλο μάτι μεν, αλλά παράλληλα με τα συμφέροντα τα οποία υπήρχαν πάνω στα τραπέζια. Πολιτικοί και διανοούμενοι, από τον Γάλλο Σατωβριάνδο(François-Auguste-René, vicomte de Chateaubriand, 1768-1848) μέχρι τον Άγγλο Γκλάντστον (William Ewart Gladstone, 1809-1898) αρχίζουν να μιλούν για τη δικαιοσύνη του ελληνικού σκοπού.


Αλλά αυτή η αλλαγή δεν ήταν αυτόματη. Ήταν προϊόν της ακατάπαυστης προσπάθειας ενός γενναίου και πανέξυπνο ανθρώπου που προσέφερε επιχειρήματα,

που έσωζε δεσμούς, που απέκρουε ψέματα και συκοφαντίες και που στην τελική, έδινε διεθνές κύρος σε έναν λαό που οι Ευρωπαίοι δεν ήξεραν καν αν υπάρχει ακόμη.


Οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στο Ναυαρίνο — οι πλέον καθοριστικές για την τύχη της Επανάστασης — δεν θα είχαν συμβεί ποτέ χωρίς το υπόβαθρο που έχτισε ο Καποδίστριας στα χρόνια 1821–1827.


Όπως έγραψε και ο ιστορικός Gordon:

«Χωρίς τον Καποδίστρια, η Ευρώπη δεν θα είχε ποτέ λόγο να επέμβει υπέρ των Ελλήνων»

Το αποκορύφωμα – Η Ευρώπη αποφασίζει την επέμβαση


Η Συνθήκη του Λονδίνου (1827) και η Ναυμαχία του Ναυαρίνου δεν προέκυψαν ουσιαστικώς ως πράξεις φιλίας απέναντι στους Έλληνες. Προέκυψαν επειδή η Ευρώπη πείσθηκε —όχι από την στρατιωτική κατάσταση, αλλά από την πολιτική επιχειρηματολογίαότι η ύπαρξη της Ελλάδας ήταν απολύτως αναγκαία για την ισορροπία και όχι μόνο αυτό. Αλλά και διότι ήταν και ηθικά δίκαιη, αλλά και πολιτικά συμβατή με το ευρωπαϊκό στερέωμα.


Και αυτή η επιχειρηματολογία είχε έναν αρχιτέκτονα. Τον Καποδίστρια.


Η μεγάλη στιγμή: Ο Καποδίστριας Κυβερνήτης της Ελλάδας


Όταν η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον εξέλεξε Κυβερνήτη το 1827,

η Ευρώπη δεν εξεπλάγη. Ήταν ο φυσικός ηγέτης ενός λαού που, ακόμη κι όταν δεν είχε κράτος, είχε έναν άνθρωπο που τον εκπροσωπούσε επαξίως.


Ο Καποδίστριας δεν είχε πολεμήσει στα βουνά ως κλέφτης, όπως ο Κολοκοτρώνης ή ο Πλαπούτα ή ο Δυσσέας Ανδρούτσος. Δεν είχε κυβερνήσει πλοία, όπως ο Κανάρης.

Δεν είχε ορμήσει σε οχυρά, όπως ο Καραισκάκης. Αλλά είχε κάνει κάτι που λίγοι άνθρωποι στην ιστορία έχουν κατορθώσει, είχε κρατήσει ζωντανή μία Επανάσταση με την δύναμη του λόγου, της διπλωματίας, της ηθικής και της προσωπικής του ακτινοβολίας. Ήταν εκείνος που δεν άφησε την Ελλάδα να σβήσει πριν καν ακόμη αναγεννηθεί.


5. Η Ελλάδα πριν τον Καποδίστρια: χάος, εμφύλιοι και Φαναριώτες (1821–1827)


Μια χώρα που υπήρχε μόνο ως αίτημα, όχι ως κράτος – και ένας λαός που έπρεπε πρώτα να σωθεί από τον ίδιο του τον εαυτό


Όταν το 1827 η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας απηύθυνε την πρόσκλησή της στον Ιωάννη Καποδίστρια, δεν υπήρχε ακόμη ελληνικό κράτος. Υπήρχαν μόνο διάσπαρτες περιοχές υπό ελληνικό έλεγχο, ομάδες ενόπλων αρματωμένων αρχηγών, κυβερνήσεις που διάβρωναν η μια την άλλη, ξένα συμφέροντα που μάχονταν υπόγεια, και ένας λαός εξαντλημένος από την πείνα, τις σφαγές, τους εμπρησμούς και —το χειρότερο— τον εμφύλιο σπαραγμό.


Η εικόνα της Ελλάδας στα μάτια της Ευρώπης ήταν εκείνη ενός τόπου ηρωικού, αλλά ανοργάνωτου. Γενναίου, αλλά πολιτικά ασταθούς. Ενός λαού όμως που πολεμούσε με αυτοθυσία, αλλά που δεν είχε ακόμη καταφέρει να συνειδητοποιήσει ότι ο αγώνας για ελευθερία είναι πρώτα αγώνας για τάξη, ενότητα και πολιτική ωριμότητα.


Τα δύο δάνεια του Λονδίνου – Το απαράμιλλο σύμβολο της ηθικής και πολιτικής κατάρρευσης


Πριν ακόμη ο Καποδίστριας αναλάβει την ηγεσία, η προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας, υπό την επιρροή ισχυρών φραξιών και ιδίως των Φαναριωτών, υπέγραψε δύο δάνεια στο Λονδίνο (1824 και 1825). Δάνεια που αποτελούν, μέχρι σήμερα, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα οικονομικής απερισκεψίας και πολιτικής ανωριμότητας.


Τα δάνεια αυτά είχαν εξωφρενικά υψηλό επιτόκιο. Συνοδεύονταν από εξωφρενικές προμήθειες και εκπτώσεις που άφησαν στην Ελλάδα ελάχιστα χρήματα. Κι από την άλλη, διοχετεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε φατρίες, σε προσωπικούς στρατούς, σε ρουσφέτια και αναποτελεσματικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.


Μ’ άλλα λόγια, βύθισαν την επαναστατημένη Ελλάδα σε ένα χρέος που δεν θα μπορούσε να το αποπληρώσει και το χειρότερο; Πριν αυτή καν αποκτήσει κράτος!

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι όταν ο Καποδίστριας έφθασε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1828, δήλωσε με εκείνη τη φράση που καταγράφει η παράδοση:


«Εύρον κράτος ουχί παρ’ εμοί. Εύρον χρέη.»

Αυτό που βρήκε λοιπόν, στην πραγματικότητα, δεν ήταν απλώς και μόνο οικονομικό χρέος. Ήταν χρέος πολιτισμικό, χρέος διοικητικό, χρεος…ηθικό.


Ο εμφύλιος πόλεμος – ο μεγάλος εφιάλτης


Η επανάσταση που άρχισε το 1821 με ενθουσιασμό, αγνότητα και ορμή, βρέθηκε το 1824–1825 να αιμορραγεί από τις ανοιχτές πληγές ενός εμφυλίου μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών. Ο πρώτος εμφύλιος ξέσπασε μεταξύ της κυβέρνησης και των Μοραϊτών οπλαρχηγών. Ο δεύτερος, σκληρότερος και πιο καταστροφικός, εξελίχθηκε μέσα στο 1825, την ίδια στιγμή που ο Ιμπραήμ πατήσει την Πελοπόννησο.

Ο εμφύλιος δεν ήταν απλώς μια σύγκρουση συμφερόντων. Ήταν σύγκρουση αντιλήψεων για το ποιος θα ελέγχει την εξουσία, το χρήμα, τα δάνεια, τις διεθνείς επαφές, την πολιτική νομιμοποίηση.


Και αυτό το "χάος" είχε όνομα: Οι Φαναριώτες.


Οι Φαναριώτες – Το «παλαιό καθεστώς» μέσα στη νέα Ελλάδα


Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τον πολιτικό κόσμο του 1821–1827 χωρίς να αντιληφθεί το ρόλο των Φαναριωτών. Ήταν μορφωμένοι, εύστροφοι, έμπειροι στην διπλωματία, αλλά κουβαλούσαν μαζί τους έναν πολιτικό πολιτισμό που δεν είχε καμία σχέση με την ελευθερία που γεννούσε η Επανάσταση.


Οι Φαναριώτες συνήθιζαν να κυβερνούν από παρασκήνιο, μαθημένοι στο οθωμανικό περιβάλλον.  Γι’ αυτό και επιδίωκαν ελέγχους υπουργείων και οικονομικών πόρων, έβλεπαν την Επανάσταση ως ευκαιρία εξουσίας και όχι ως ηθική αναγέννηση και αντιλαμβάνονταν τον λαό, όχι ως συλλογικότητα αλλά ως «υπηκόους» προς διαχείριση.


Ανάμεσά τους, ξεχώριζε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Αυτός υπήρξε ο πιο φιλόδοξος, ο πιο δραστήριος και ο πιο επικίνδυνος για την ενότητα του Αγώνα.

Ευφυής, αλλά και βαθιά ανασφαλής μπροστά στο άστρο του Καποδίστρια, ο Μαυροκορδάτος υπέγραψε χωρίς αναστολή τα δάνεια, ενεπλάκη ενεργά στον εμφύλιο και προώθησε επί χρόνια έναν πολιτικό λόγο υπονομευτικό για κάθε μορφή συγκεντρωτικής διοίκησης. Γι’ αυτό και όταν η Εθνοσυνέλευση εψήφιζε τον Καποδίστρια για Κυβερνήτη, εκείνος …απουσίαζε! Και όταν ο Κυβερνήτης ανέλαβε, εκείνος φρόντισε να προετοιμάσει το έδαφος της μελλοντικής του πτώσης.


Η Ελλάς προ του Καποδίστρια ήταν κράτος στα χαρτιά, όχι στην πράξη


Ας περιγράψουμε λοιπόν με απόλυτη σαφήνεια τι υπήρχε το 1827 στην Ελλάδα.


1) Δεν υπήρχαν τακτικές δημόσιες υπηρεσίες. Υπήρχαν μόνο αποσπασματικές επιτροπές.

2)Δεν υπήρχε στρατός. Υπήρχαν μόνο ένοπλα σώματα, που λογοδοτούσαν στους αρχηγούς τους και όχι στην κεντρική διοίκηση.

3) Δεν υπήρχε εθνικό νόμισμα. Η οικονομία βρισκόταν στο επίπεδο της ανταλλακτικής οικονομίας (το μόνο νόμισμα που υπήρχε ήταν τα τούρκικα γρόσια κι αυτά τα κατείχαν οι προύχοντες) και ασφαλώς και της ληστείας.

4) Δεν υπήρχαν σχολεία, ούτε καν βασικές δομές παιδείας. Το ποσοστό του αλφαβητισμού ήταν δραματικότατα χαμηλό. Οι ίδιοι άλλως τε οι λαϊκοί, έλεγαν ότι μιλούσαν τα …ρωμαίϊκα και όχι τα…ελληνικά. Που αυτό σημαίνει ότι μιλούσαν τη δημοτική ελληνική μαζί με διάφορες τουρκικές ελληνοποιημένες λέξεις και όχι την αρχαΐζουσα νεοελληνική.

5) Δεν υπήρχε δικαιοσύνη. Οι τοπικές αρχές λειτουργούσαν κατά το δοκούν (κοτσαμπάσηδες) και η …δικαιοσύνη που απέδιδαν ήταν κατά συμφέρον.


6) Δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι, ούτε λιμάνια με υποδομή, ούτε σιταποθήκες. Μ’ άλλα λόγια, δεν υπήρχαν υποδομές.

7) Δεν υπήρχε …ταμείο! Παρά ελάχιστα έσοδα, τεράστια χρέη και …καταστροφή παντού!

8) Το κυριότερο - δεν υπήρχε διοικητική συνέχεια! Κάθε κυβέρνηση που κάτι πήγαινε να κάνει, ανατρέπονταν από την επόμενη.

Και, ίσως το πιο κρίσιμο. Δεν υπήρχε εθνική συνείδηση ενιαίου κράτους,

παρά μόνο τοπικισμοί — της Ρούμελης, του Μοριά, των νησιών και πάει λέγοντας.


Ο Καποδίστριας, όταν ανέλαβε, είχε απέναντί του όχι απλώς μια χώρα ρημαγμένη από τον πόλεμο, αλλά μια χώρα που δεν γνώριζε καν πώς λειτουργεί ένα κράτος.


Η διεθνής δυσπιστία – Η Ελλάδα θεωρούνταν πειρατικό μόρφωμα


Οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, πριν ακόμη αναγνωρίσουν επίσημα τη χώρα, τη θεωρούσαν ανίκανη για αυτοδιοίκηση (κυρίως οι Άγγλοι) και επικίνδυνη για την ισορροπία της Μεσογείου και ίσως ίσως και πιθανό θύμα πλήρους κατάρρευσης και ταυτόχρονα, τη χαρακτήριζαν ως “πειρατικό θύλακα”.


Αυτή η διάχυτη δυσπιστία έκανε τον ρόλο και το έργο του Καποδίστρια, ακόμη δυσκολότερο. Έπρεπε να πείσει όχι μόνο τους Έλληνες στο να γίνουν και πάλι ένα έθνος ενωμένο, αλλά και τους ξένους να πιστέψουν ότι μπορούν να γίνουν τέτοιοι.

Σε ένα τέτοιο χάος προσγειώθηκε ο Καποδίστριας — και όμως, δεν απελπίστηκε.


Το 1828, όταν φθάνει στο Ναύπλιο, δεν συναντά θριαμβολογίες ούτε κρατική ετοιμότητα. Το μόνο που συναντά, είναι παιδιά γυμνά χωρίς ρούχα παρά μόνο μια κάπα, χωριά καμένα, στρατιώτες απλήρωτους, φατρίες εξαγριωμένες, νησιά (Υδρα-Σπέτσες) που κοιτούν προς την Ευρώπη και βουνά που κοιτούν προς τον …ουρανό.

Συναντά ακόμα και ιερείς που ζητούν ψωμί και γυναίκες που κλαίνε.

Συναντά επίσης και…στρατηγούς (Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Διοβουνιώτης) που έχουν όλο το δίκιο του κόσμου —και όμως, δεν μπορούν να συνεργαστούν.


Με λίγα λόγια συναντά έναν λαό ηρωικό και ταυτόχρονα …παιδικό!

Και αναλαμβάνει να τον ενηλικιώσει.



6. Ο ρόλος των Άγγλων — Ο μεγάλος σκεπτικισμός, ο φόβος και η αρχιτεκτονική της υπονόμευσης


Η Βρετανία απέναντι στον Καποδίστρια: Όταν η διπλωματία συναντά την αυτοκρατορική καχυποψία


Αν υπάρχει μια Μεγάλη Δύναμη που είδε τον Καποδίστρια όχι ως σύμμαχο, αλλά ως απειλή από την πρώτη στιγμή, αυτή ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Η στάση της δεν ήταν προϊόν ιδιοτροπίας. Ήταν η συνέπεια μιας μακράς στρατηγικής που διαπερνούσε ολόκληρο το βρετανικό πολιτικό αφήγημα: Καμμία δύναμη δεν πρέπει να αποκτήσει προβάδισμα στην Ανατολική Μεσόγειο.


Για τη Βρετανία, η Ελλάδα δεν ήταν παρά ένας κόμβος, ένα πέρασμα, μία ναυτική περιοχή που έπρεπε να παραμείνει «ισορροπημένη» — δηλαδή ελεγχόμενη. Στην οπτική της Λονδίνου, η ιδέα ενός ανεξάρτητου, συγκροτημένου, ενωμένου ελληνικού κράτους στην καρδιά των θαλασσίων δρόμων της Ανατολής, αποτελούσε παράγοντα αστάθειας.

Και πόσο μάλλον αν αυτό το κράτος είχε επικεφαλής τον άνθρωπο που επί χρόνια αποτελούσε τον εγκέφαλο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και το κυριότερο; Τον σεβόταν και τον υπολήπτονταν κι αυτοί οι ίδιοι!


Ο Καποδίστριας “Ρώσος” στα μάτια των Άγγλων, “Έλληνας” στα μάτια όλων των άλλων


Οι Άγγλοι συνεπώς, δεν είδαν ποτέ τον Καποδίστρια ως ανεξάρτητη πολιτική προσωπικότητα. Τον αντιμετώπιζαν ως …Ρώσο, ως προέκταση της Αγίας Πετρούπολης, και ως άνθρωπο που θα μετέφερε κάποια στιγμή τη ρωσική επιρροή στη Μεσόγειο. Αυτό δεν ήταν απλώς λάθος, ήταν παρανόηση της ουσίας του.


Ο Καποδίστριας υπήρξε Έλληνας πρώτα, Ορθόδοξος δεύτερα, Ευρωπαίος τρίτα, και Ρώσος …ποτέ, παρά μόνο έμμισθος αξιωματούχος και τίποτε άλλο. Ο Καποδίστριας ποτέ δε συγχώρεσε τον Αλέξανδρο τον Α’ για τη συμπεριφορά του απέναντι σε έναν λαό που στέναζε κάτω από το τούρκικο τσουράπι και την μουσουλμανική χατζάρα. Δεν τον συγχώρησε ούτε για τη διαγραφή του Υψηλάντη από τον τίτλο του Πρίγκηπα, ούτε και τον πρέσβη της Ρωσίας στη Κων/πόλη Στρογγάνωφ, ο οποίος είχε εισηγηθεί στον Αλέξανδρο να μην υποστηρίξει την επανάσταση, λόγω του ότι έτσι θα βοηθούσε στην…αναγέννηση της Ρωμανιάς, πράγμα που αν αυτό γινόταν (σύμφωνα με το Γενικό Σχέδιο των Φιλικών) και έπεφτε η Πόλη ξανά στα χέρια των Ελλήνων, η Ρωσία θα έχανε την αίγλη της και οι Έλληνες θα διεκδικούσαν και πάλι την αρχηγία της Ορθοδοξίας.


Οι Άγγλοι όμως δεν ενδιαφέρονταν γι’ αυτό. Στα αρχεία του Foreign Office υπάρχουν σημειώσεις όπου ο Καποδίστριας περιγράφεται ως «επικίνδυνος ιδεολόγος, «άνθρωπος με υπέρμετρο κύρος», «πλαστουργός επιρροής υπέρ της Ρωσίας» και άλλα παρόμοια.

Οι φόβοι αυτοί κορυφώθηκαν, όταν ο Καποδίστριας εξελέγη Κυβερνήτης της Ελλάδας. Για το Λονδίνο, αυτό ισοδυναμούσε με την ίδρυση ενός νέου ρωσικού προτεκτοράτου στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας — κάτι που θα ανέτρεπε την θαλάσσια κυριαρχία της Βρετανίας στη Μεσόγειο.


Η Βρετανική απαίτηση ουσιαστικά ήταν αυτή. Η Ελλάδα να παραμείνει ημι-ανεξάρτητο μόρφωμα υπό τον Σουλτάνο


Η κυνικότητα των Άγγλων στα χρόνια 1825–1829 είναι πραγματικά συγκλονιστική. Παρ’ ότι συμμετείχαν στη Συνθήκη του Λονδίνου και δέχθηκαν να στείλουν στόλο στο Ναυαρίνο, η διπλωματική τους θέση ήταν απολύτως ξεκάθαρη:


Η Ελλάδα να μην γίνει πλήρως ανεξάρτητη αλλά να τεθεί υπό εγγύηση τριών δυνάμεων (δηλαδή υπό μόνιμο έλεγχο),  να διατηρηθεί υπό επικυριαρχία του Σουλτάνου με φόρο υποτέλειας και να περιοριστεί στη χώρα της Πελοποννήσου, χωρίς τη Ρούμελη, ή τα νησιά και φυσικά χωρίς προοπτική ανάπτυξης.


Αυτή η θέση δεν ήταν απλώς ανθελληνική. Ήταν σε γενικότερο πλαίσιο μέρος μιας παγκόσμιας βρετανικής στρατηγικής: Να μην επιτρέπεται σε κανένα φιλικό προς τη Ρωσία κράτος να αποκτήσει γεωπολιτική υπόσταση.

Και έτσι ο Καποδίστριας, βρέθηκε αμέσως στο κέντρο αυτής της αντιπαράθεσης.


Γιατί οι Άγγλοι τον φοβήθηκαν τόσο; — Οι τέσσερις πραγματικοί λόγοι


Πρώτα απ όλα, ο Καποδίστριας ήταν ο αρχιτέκτων της ελβετικής ουδετερότητας.

Αν μπορούσε να φτιάξει Ελβετία, ε, ασφαλώς θα μπορούσε να φτιάξει και Ελλάδα!

Κατά δεύτερον, είχε προσωπικές σχέσεις με ηγεμόνες και υπουργούς που οι Άγγλοι δεν μπορούσαν να “διαβάσουν”. Και ασφαλώς, ήταν απρόβλεπτος, αλλά …απρόβλεπτος με …ισχύ! Πίστευε στη συγκεντρωτική εξουσία για την αναγέννηση της χώρας, κάτι που οι Άγγλοι θεωρούσαν …“δεσποτικό”!


Από την άλλη, δεν ήταν διεφθαρμένος όπως οι Φαναριώτες — άρα δεν μπορούσε να εξαγοραστεί. Άλλως τε, το ίδιο το Foreign Office το είχε γράψει ξεκάθαρα:

He cannot be bribed. This makes him dangerous.” (Δεν μπορεί να δωροδοκηθεί. Αυτό τον κάνει επικίνδυνο.)


Το βρετανικό σχέδιο: Να αποτύχει ο Καποδίστριας


Από τη στιγμή που ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ελλάδας, η Αγγλία υιοθέτησε δύο παράλληλες στρατηγικές:


Α. Να περιορίσει τα οικονομικά του όπλα


Ο Καποδίστριας ζήτησε νέο δάνειο για την Ελλάδα, αυτή τη φορά με καλύτερες συνθήκες μέσω του τραπεζίτη και φίλου του Eynard.

Η Αγγλία των τραπεζιτών Ροθστσάιλντ απέρριψε κάθε αίτημα. Και ταυτόχρονα, υποδαύλιζε την εικόνα του ως ενός «αυταρχικού» ηγέτη.


Β. Να ενισχύσει τους αντιπάλους του στο εσωτερικό


Ποιοι ήταν αυτοί; Ο Μαυροκορδάτος, οι Ζαΐμηδες, οι Κουντουριώτηδες, οι στρατιωτικοί της Ρούμελης και ασφαλώς οι πρόκριτοι του Μοριά.

Με λίγα λόγια, όλοι όσοι έβλεπαν στον Καποδίστρια μια δύναμη που θα τους αφαιρούσε τοπικά προνόμια.

Η βρετανική πολιτική δεν ήταν απλώς ψυχρά ρεαλιστική. Ήταν και κυνικά υπονομευτική.


Τα βρετανικά προξενεία σε Σύρο, Ύδρα και Πάτρα λειτουργούσαν ως κέντρα αντι-καποδιστριακής προπαγάνδας. Ταυτόχρονα, το Foreign Office καλούσε τους Έλληνες προκρίτους «να αντισταθούν στον συγκεντρωτισμό», ενώ υποστήριζε ανοιχτά την εφημερίδα “Απόλλων” του Αναστάσιου Πολυζωίδη, συνεργάτη του Μαυροκορδάτου, η οποία αποτέλεσε το πρώτο οργανωμένο εργαλείο σπίλωσης του Κυβερνήτη.


Μια αλήθεια που οι ιστορικοί του 20ού αιώνα δεν λένε συχνά: Η Βρετανία δεν ήθελε τον Καποδίστρια “ζωντανό”.


Όχι απαραίτητα με την έννοια της φυσικής εξόντωσης —αν και οι ενδείξεις αργότερα είναι τρομακτικές—αλλά με την έννοια ότι δεν ήθελαν οι Άγγλοι την επιτυχία του, δεν ήθελαν τη σταθεροποίηση της Ελλάδας, δεν ήθελαν τη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του ενός (και αδιάφθορου), δεν ήθελαν την ανεξάρτητη οικονομική πολιτική και τέλος, δεν ήθελαν την κρατική “αυστηρότητα”.


Αυτός ο φόβος κορυφώθηκε μετά το 1829, όταν ο Καποδίστριας, με τη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, κατάφερε κάτι αδιανόητο: Να εξασφαλίσει διεθνώς μια Ελλάδα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ήθελε το Λονδίνο!


Και από εκείνο το σημείο και μετά, η βρετανική στάση γίνεται από ουδέτερη, μετατρέπεται σε εχθρική. Οι αναφορές των Άγγλων πρακτόρων από το Ναύπλιο —ακόμη και σήμερα— έχουν σημεία σκόπιμα «μαυρισμένα» στα αρχεία. Μεταξύ αυτών και ο φάκελος “Kapodistrias Case”, ο οποίος παραμένει απόρρητος.


Γιατί; Τι φοβούνται  άραγε να δημοσιεύσουν; Τι κρύβουν;


Η απάντηση θα φωτιστεί πιο κάτω, στην ενότητα της δολοφονίας.

Εδώ, προς το παρόν, απαριθμούμε το αναμφισβήτητο. Η Βρετανία υπήρξε ο ισχυρότερος, ο πιο επίμονος, ο πιο στρατηγικός αντίπαλος του Καποδίστρια στο εξωτερικό. Και χωρίς να κατανοήσουμε αυτό, δεν μπορεί να καταλάβει κανείς την Ελλάδα που παρέλαβε, ούτε την Ελλάδα που προσπάθησε να οικοδομήσει.


7. Ο υπέρτατος σκοπός του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδος


Να οικοδομήσει κράτος εκεί όπου δεν υπήρχε τίποτα – Να μεταμορφώσει έναν λαό εξαντλημένο σε λαό δημιουργό


Το 1828, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, δεν κρατούσε δάφνες, ούτε στρατό, ούτε θησαυροφυλάκιο, ούτε καν στοιχειώδη διοίκηση.

Κρατούσε όμως κάτι άλλο: Το ασύλληπτο όραμα ενός ανθρώπου που ήξερε ότι η Επανάσταση μπορούσε να κερδηθεί στο πεδίο των μαχών, αλλά το Έθνος θα χανόταν αν δεν κερδιζόταν στα πεδία της Παιδείας, της Δικαιοσύνης και της Διοίκησης.


Ο υπέρτατος σκοπός του Καποδίστρια δεν ήταν απλώς να ασκήσει εξουσία, αλλά να δημιουργήσει εκ του μηδενός μια Ελλάδα ικανή να σταθεί όρθια.

Και αυτό δεν ήταν απλά ένα θέλημα. Ήταν ολοκληρωμένο σχέδιο, επεξεργασμένο μέσα στο μυαλό του και στις σημειώσεις του.


Η συγκρότηση ενός πραγματικού κράτους – Το τέλος της φεουδαρχίας και του τοπικισμού


Ο Καποδίστριας πίστευε ακράδαντα ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να επιβιώσει με τη μορφή των φατριών, των τοπαρχών και των προεστών. Οραματιζόταν ένα ενιαίο κράτος, όχι συνονθύλευμα επαρχιών. Μια κεντρική διοίκηση κι όχι δεκάδες «κυβερνήτες» περιοχών που δρούσαν για τα μικροσυμφέροντα τους.

Οραματιζόταν ένα ενιαίο δίκαιο, μια πολιτική βούληση ενιαία και όχι σύνολο προσωπικών στρατηγικών.


Ο ίδιος το διατύπωσε σε επιστολή προς τον Eynard:

«Να συγκροτήσω Κράτος πρέπει, όχι να το διαχειρισθώ

Αυτή η φράση συνοψίζει όλη την πολιτική του αποστολή.


Η παιδεία ως αναγέννηση – Ο άνθρωπος πάνω από τα όπλα


Στο μυαλό του Καποδίστρια, το πρώτο μέλημα ενός ελεύθερου έθνους δεν ήταν ο στρατός, αλλά η παιδεία. Πίστευε - και πολύ σωστά - ότι χωρίς παιδεία, η ελευθερία μετατρέπεται σε αναρχία.


Γι’ αυτό ξεκίνησε ιδρύοντας το Κεντρικό Σχολείο Αιγίνης, συνέχισε με το Ορφανοτροφείο Αιγίνης το οποίο χρηματοδότησε ο ίδιος, έστειλε δασκάλους σε απομακρυσμένες περιοχές, καθιέρωσε την αγγλική αλληλοδιδακτική μέθοδο (ή αλλιώς "Μέθοδος Μπελ-Λάνκαστερ", ένα εκπαιδευτικό σύστημα του 18ου-19ου αιώνα στην Αγγλία, όπου προχωρημένοι μαθητές μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι «πρωτόσχολοι» όπως λεγόταν, διδάσκονταν από έναν μόνο δάσκαλο και μετά δίδασκαν με τη σειρά τους μεγάλες ομάδες νεότερων μαθητών, επιτρέποντας την εκπαίδευση πολλών παιδιών με λίγους πόρους), άνοιξε τα πρώτα δασικά, ιατρικά και τεχνικά εργαστήρια, λέγοντας παράλληλα και στον Τρικούπη πως «Το Έθνος πρέπει να μάθει να σκέπτεται, πριν μάθει να κυβερνά ή να κυβερνιέται.»

Και αυτό ήταν το πιο επαναστατικό πράγμα που είπε ποτέ Έλληνας κυβερνήτης.


Η γεωργία και η γη – Η δημιουργία της κοινωνικής βάσης του κράτους


Για τον Καποδίστρια, δεν υπήρχε κράτος χωρίς σιτάρι, χωρίς γη, χωρίς αγρότη.

Η Ελλάδα έπρεπε πάση θυσία να γίνει αυτάρκης, να σταματήσει πλέον η φοβερή πείνα που ρήμαζε την ύπαιθρο και τους ακτήμονες, να καταπολεμήσει άμεσα την ληστεία και τους ζωοκλέφτες και εν τέλει, να οργανώσει την παραγωγή, δηλαδή τον πρωτογενή τομέα.


Γι’ αυτό μοίρασε γη, ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και άλλες δύο Γεωργικές Σχολές εισάγοντας παράλληλα νέες καλλιέργειες (π.χ. πατάτα, βαμβάκι, ντομάτα), δημιουργώντας «Επιτροπές Γεωργίας», ενθαρρύνοντας την εκλογίκευση της καλλιέργειας και την αγροτική εκπαίδευση, με στόχο την ανασυγκρότηση και την αυτάρκεια της χώρας μετά την Επανάσταση, μέσω της Κεντρικής Γεωργικής Επιτροπής και της προώθησης του «Οργανισμού περί Γεωργίας».

Μ’ άλλα λόγια, έθεσε τα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας.


Η δικαιοσύνη – Το τέλος των παλαιών προκρίτων


Ο Καποδίστριας δεν ανεχόταν ούτε τοπικούς τυράννους ούτε «προεστούς» που λυμαίνονταν την χώρα «κατά το παλαιόν τούρκικον έθος».

Η δικαιοσύνη για εκείνον ήταν το δεύτερο θεμέλιο του κράτους. Ήθελε λοιπόν δικαστήρια, δικαστές ανεξάρτητους, τήρηση νόμων και φυσικά δικαιώματα για όλους τους πολίτες. Αυτό τον έφερε σε απόλυτη σύγκρουση με όσους θεωρούσαν ότι η δικαιοσύνη είναι «συμβόλαιο ισχύος».


5. Εξωτερική πολιτική – Η Ελλάδα ως ευρωπαϊκή δύναμη, όχι ως υποτελές κράτος


Ο Καποδίστριας δεν ήθελε επ’ ουδένα την Ελλάδα αποικία της Αγγλίας ή πιόνι της Ρωσίας. Ήθελε μια χώρα ανεξάρτητη, ισότιμη και πάνω απ’ όλα, αξιοπρεπή.


Το όραμα του ήταν τριπλό. Να κατοχυρώσει την πλήρη κυριαρχία της Ελλάδας χωρίς φόρο υποτέλειας στη Πύλη, να διευρύνει τα σύνορα πέρα από τα όσα ζητούσαν οι Άγγλοι, να καταστήσει την Ελλάδα ευρωπαϊκό παράγοντα και όχι μόνο περίπτωση βαλκανικής ιδιοτροπίας. Μ’ άλλα λόγια, ήθελε μια Ελλάδα …Ρωμαίϊκη, αντάξια του υπερήφανου Ρωμαϊκού της παρελθόν και όχι μια Ελλάδα που θα …αντέγραφε τους άλλους, τους οποίους “άλλους” εκείνη δημιούργησε μέσω των μεγάλων Δασκάλων που έφυγαν μετά την πτώση της Πόλης.


Η Συνθήκη λοιπόν της Αδριανουπόλεως (1829), καρπός των δικών του υπομνημάτων μη ξεχνάμε, πέτυχε την de facto ανεξαρτησία του κράτους, μεγάλο τμήμα της υπόλοιπης κατεχόμενης από τους Τούρκους Ελλάδας (Ρούμελη), σύνορα από Παγασητικό μέχρι Ευβοϊκό συμπεριλαμβανομένης και της Εύβοιας και ασφαλώς, διεθνή αναγνώριση της ελληνικής υπόστασης.


Αυτή η επιτυχία τρόμαξε τους Άγγλους. Τους έκανε να συνειδητοποιήσουν κάτι.

Πως αν προλάβει αυτός ο άνθρωπος, θα χτίσει μεγάλη Ελλάδα που δεν ξέρουν πού θα σταματούσε και αυτό δεν ήταν επιτρεπτό. Μ’ άλλα λόγια, θα αλλάξει όπως πήγαινε, τη γεωπολιτική της Μεσογείου. Άρα, δεν πρέπει να προλάβει.


Ο υπέρτατος σκοπός: Να ξαναφτιάξει το “Ρωμαίϊκο”.


Ο Καποδίστριας λοιπόν δεν ήταν απλώς ένας κυβερνήτης ενός νεοπαγούς έθνους. Σκεπτόταν με όρους πολιτικής Ρωμιοσύνης. Δεν ήθελε μια μικρή Ελλάδα ως δορυφόρο των Μεγάλων Δυνάμεων. Οραματιζόταν μια Ελλάδα με ενότητα ρωμαίϊκη, με θεσμούς, με πειθαρχία, με διοικητική ισχύ, με σεβασμό στο παρελθόν και προοπτική για το μέλλον.

Ήθελε την ανασύνταξη ενός λαού που επί 400 χρόνια είχε μάθει να επιβιώνει χωρίς κράτος. Κοντολογής, ήθελε την ηθική αναγέννηση του Γένους, δηλαδή την επιστροφή στην τάξη, όχι στον “δεσποτισμό” του κοτζαμπάσικου φεουδαρχισμού.


Και το πλήρωνε καθημερινά με ύβρεις, με συκοφαντίες από το φαναριώτικο “ασκέρι”…

Κανένας από τους ήρωες του 1821 δεν είχε την εμπειρία και το πολιτικό βάθος του. Γιατί κανείς δεν είχε ζήσει τις διαπραγματεύσεις της Βιέννης, τα μνημόνια της Ευρώπης, τις αποστολές της Ρωσίας, την ανοικοδόμηση της Ελβετίας.

Αυτός ο άνθρωπος επέστρεψε στην πατρίδα του για να κάνει ένα θαύμα. Να μετατρέψει έναν λαό επαναστατών σε λαό πολιτών. Αυτός ήταν ο σκοπός του.

Κι αυτός από την άλλη, ήταν ο φόβος των ξένων. Και εν τέλει, αυτός ήταν ο λόγος της δολοφονίας του.


8. Η Δημοσιονομική Επανάσταση


Τα πρώτα ταμεία, ο Φοίνικας και η απόπειρα συγκρότησης οικονομίας


Όταν ο Καποδίστριας παρέλαβε την Ελλάδα, δεν υπήρχε νόμισμα, δεν υπήρχε ταμείο, δεν υπήρχε έσοδο, δεν υπήρχε ισολογισμός. Η χώρα ζούσε με δανεικά από το Λονδίνο, με πλιάτσικο, με προσωπικές συνεισφορές. Ο Κυβερνήτης λοιπόν, θεώρησε ότι χωρίς δημοσιονομική βάση, κράτος δεν υπάρχει.


Ίδρυση Ταμείου και κατάργηση της ανομίας


Ίδρυσε κεντρικό δημόσιο ταμείο, επέβαλε αυστηρό έλεγχο εισπράξεων και δημιούργησε τις πρώτες λογιστικές διαδικασίες. Οι τοπικοί άρχοντες θύμωσαν ασφαλώς.

Γιατί;

Διότι η εποχή της ασυδοσίας έφθανε στο τέλος της.


Εισαγωγή του πρώτου ελληνικού νομίσματος: ο Φοίνικας


Η δημιουργία του Φοίνικα δεν ήταν απλώς νομισματική πράξη. Ήταν πράξη απόδειξης εθνικής κυριαρχίας. Ένα κράτος που κόβει νόμισμα είναι κράτος που αυτοεπιβεβαιώνεται. Ενώ από την άλλη, ένα κράτος που υιοθετεί νόμισμα ξένο, είναι κράτος δέσμιο των πάντων (περίπτωση δική μας, το Ευρώ)


Η επιλογή του ονόματος δεν ήταν τυχαία. Ο Φοίνικας συμβόλιζε την αναγέννηση από τις στάχτες. Κι αυτό το έβλεπαν κάθε μέρα χιλιάδες Έλληνες που συναλλάσσονταν με αυτό το νόμισμα.

Οι Άγγλοι όμως την είδαν…αλλιώς! Είδαν στη νομισματική αυτονομία …«ρωσικό δάκτυλο»! Οι δε προεστοί, είδαν «απειλή στα έσοδά τους» και οι οπλαρχηγοί της Ρουμελης είδαν… «κατάργηση της παλιάς τάξης».

Μ’ άλλα λόγια, το κομφούζιο που έπεται μετά από κάθε ριζική αλλαγή.


Η προσπάθεια ακύρωσης των καταχρηστικών δανείων


Ο Καποδίστριας αρνήθηκε να αναγνωρίσει μεγάλο μέρος των δαπανών που είχαν γίνει «στο όνομα του Έθνους» αλλά κατέληξαν σε τσέπες …Φαναριωτών, προεστών και γενικώς “τοπαρχών”. Αυτό δημιούργησε μένος στους Άγγλους τραπεζίτες που διαμαρτυρήθηκαν στη Βρετανική κυβέρνηση. Η οικονομική κάθαρση βλέπεις, δεν συγχωρείται εύκολα.


9. Η Πολιτειακή Ανασυγκρότηση

Η αυστηρή, συγκεντρωτική διοίκηση που έσωσε τη χώρα αλλά εξαγρίωσε τους τοπικούς άρχοντες


Ο Καποδίστριας πίστευε ότι χωρίς κεντρική διοίκηση, η Ελλάδα θα επέστρεφε στον εμφύλιο και θα την εύρισκαν άλλες μεγάλες συμφορές.

Έτσι:


1. Καθιέρωσε συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα


Διόρισε κυβερνητικούς επιτρόπους σε όλες τις επαρχίες, κατάργησε τα «ορεινά κοινοβούλια» των προκρίτων και καθιέρωσε δημόσια υπηρεσία χωρίς μεσάζοντες.


2. Εισήγαγε αστική διοίκηση και καταγραφή πληθυσμού


Η καταγραφή πληθυσμού ήταν επαναστατική. Για πρώτη φορά το κράτος ήξερε ποιον κυβερνά. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για σωστή φορολογία, για δικαιοσύνη, για στρατολογία, για εκπαιδευτική πολιτική γενικότερα.


Οι πρόκριτοι ασφαλώς όχι μόνο το μίσησαν, αλλά τους ήρθε.…κόλπος!

Γιατί η καταγραφή, σημαίνει τέλος της ασυλίας.


3. Η αναδιοργάνωση του στρατού


Οργάνωσε άμεσα τακτικό στρατό προσπαθώντας να θέσει υπό ενιαία διοίκηση τα άτακτα σώματα. Σκόνταψε όμως στην αντίδραση οπλαρχηγών που δεν ήθελαν να χάσουν την προσωπική τους εξουσία. Παρ’ όλα αυτά, τα κατάφερε.


4. Η σύγκρουση με τα νησιά και τους πλοιοκτήτες


Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά. Οι μεγάλοι πλοιοκτήτες που είχαν συνηθίσει να εισπράττουν δασμούς, να ελέγχουν τον στόλο και να καθορίζουν τη νησιωτική πολιτική.

Ο Καποδίστριας τους ήθελε ενταγμένους στο κράτος, όχι υπεράνω του.

Το αποτέλεσμα;  Η Ύδρα γίνεται το μεγαλύτερο κέντρο αντιπολίτευσης εναντίον του.

Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.


Κοντολογίς, η επιτυχία του Καποδίστρια δεν ήταν διοικητική, απλώς, ήταν υπαρξιακή.

Άλλαζε δομές, έσπαγε κατεστημένα, εβαζε φρένο στην ανομία, έπνιγε τα προνόμια, έδιδε δύναμη στους αδύναμους και αφαιρούσε δύναμη από τους ισχυρούς.


Και κάθε μέρα που περνούσε, αύξανε ο αριθμός των εχθρών του. Οι μεν ξένοι τον φοβούνταν ως ρωσόφιλο, οι δε ντόπιοι τον μισούσαν ως κυβερνήτη που δεν τους άφηνε να λεηλατούν. Οι Φαναριώτες τον μισούσαν θανάσιμα γιατί τους έκλεβε τη μπουκιά απ’ το στόμα, οι νησιώτες τον μισούσαν ως περιοριστή των εξαγωγών τους και οι προεστοί ως καταλύτη των προνομίων τους.


Και όμως , αυτός συνέχιζε. Γιατί ήξερε ότι χωρίς αυτές τις τρεις κοσμογονικές τομές,

η Ελλάδα θα γινόταν πάλι επαρχία. Όχι της Πύλης, αλλά των Μεγάλων Δυνάμεων.


9. Η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως και το Ελληνικό Θαύμα του 1829


Η στιγμή που η Ελλάδα αναστήθηκε όχι με κανόνια, αλλά με νου, ήθος και διπλωματική μεγαλοφυΐα


Υπάρχουν εποχές κατά τις οποίες η ιστορία τρέχει αργά, σαν ένας ποταμός που σέρνει λάσπη και κουτσά κλαδιά. Κι υπάρχουν και άλλες όπου ο χρόνος μοιάζει να δαγκώνει με τα δόντια του και να σέρνει έθνη ολόκληρα μέσα σε δίνες απροσδόκητες.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1820, η Ελλάδα βρέθηκε ακριβώς σε μια τέτοια στιγμή: Ανάμεσα στο χθες της δουλείας και στο αύριο της ελευθερίας, με τον κόσμο γύρω της να αλλάζει με ταχύτητα που θα τρόμαζε και τους πιο έμπειρους πολιτικούς άνδρες.


Στο κέντρο αυτού του ταραγμένου σκηνικού, στεκόταν ένας άνθρωπος χωρίς στρατό, χωρίς στόλο, χωρίς οικονομικούς πόρους, αλλά με ένα όπλο που δεν διέθετε κανένας άλλος σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Την πιο λεπτή, καλλιεργημένη, βαθιά και ατσάλινη διπλωματική ευφυΐα της εποχής.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας.


Και το 1829, στην Αδριανούπολη, πέτυχε όχι έναν ακόμη όρο σε μία από τις αμέτρητες συνθήκες της εποχής, αλλά τη μεγάλη στροφή της Ελλάδας από επαναστατημένη επαρχία σε αναγνωρισμένο ευρωπαϊκό έθνος.


Μία στροφή που λίγοι κατάλαβαν τότε και ακόμη λιγότεροι, κατανοούν σήμερα.


Η Ευρώπη πριν από την Αδριανούπολη: ένας κόσμος που δεν ήθελε την Ελλάδα μεγάλη


Καθώς πλησιάζουμε στο 1828–1829, η Ευρώπη δεν βλέπει την Ελλάδα όπως τη βλέπουμε εμείς — ως λίκνο πολιτισμού, πηγή ιδεών, ιερό τόπο της δημοκρατίας.

Στα μάτια των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ελλάδα φαινόταν τότε μικρή, προβληματική,

αδύναμη, και πάνω απ’ όλα, επικίνδυνη για τις ισορροπίες της Ανατολικής Μεσογείου.


Οι Άγγλοι, που κρατούσαν τον παλμό της ναυτικής και διπλωματικής ισχύος, δεν επιθυμούσαν ούτε κατ’ ελάχιστον τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου, ενιαίου ελληνικού κράτους.

Και το έλεγαν ρητά μέσω των πράξεων τους.


Η Ελλάδα, αν ποτέ αποκτούσε υπόσταση, έπρεπε να περιοριστεί στην Πελοπόννησο”.

Μια μικρή, ακίνδυνη περιοχή, ένα είδος τοπικού «καντονιού», που δεν θα απειλούσε τα αγγλικά συμφέροντα στο Αιγαίο και στα στενά.

Οι Αυστριακοί συμμερίζονταν την ίδια ανησυχία. Οι Γάλλοι έπαιζαν το δικό τους παιχνίδι επιρροής. Μόνο η Ρωσία του Τσάρου Νικολάου του Α' έβλεπε με συμπάθεια το ελληνικό ζήτημα — αλλά και αυτή μέσα από τα δικά της συμφέροντα και τους δικούς της αγώνες.

Στην τελική κανείς, μα κανείς δεν φανταζόταν ότι σε λίγους μόλις μήνες, το ελληνικό πρόβλημα θα μετατρεπόταν σε διεθνή υπόθεση πρώτης γραμμής.


Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828–1829) και η κατάρρευση ενός ολόκληρου κόσμου


Όταν ξεσπά ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1828–1829, τίποτε δεν προμήνυε την έκταση της ρωσικής προέλασης.

Οι στρατιές του Τσάρου Νικολάου του Α’ δεν διστάζουν. Περνούν τον Δούναβη, συντρίβουν τα οχυρά του Δραγατσανίου, φτάνουν ως τη Σηλυβρία και τελικά προ των πυλών της ίδιας της Κωνσταντινούπολης.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μοιάζει με ακίνητο θηρίο που ξυπνά τρομαγμένο.

Τα εδάφη της αναφλέγονται, η μαγκιά που προσπάθησε να πουλήσει δεν έπιασε κι ο ίδιος ο Σουλτάνος αντελήφθη ότι κάθε μέρα που περνά, μπορεί να είναι και η τελευταία της δυναστείας του.


Και μέσα σε αυτό τον ιστορικό σεισμό, ο Καποδίστριας βλέπει αυτό που κανένας άλλος Έλληνας πολιτικός δεν μπορούσε να δει:


«Ό,τι κερδίσει απόψε η Ρωσία στο πεδίο της μάχης, θα μπορεί αύριο να γίνει το σύνορο της Ελλάδος

Η διπλωματική μεγαλοφυΐα του Καποδίστρια: Ένας άνθρωπος που κινεί νήματα σε δύο ηπείρους


Ο Καποδίστριας δεν ήταν τυχαίος. Είχε υπηρετήσει για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια στην καρδιά της ρωσικής διπλωματίας, είχε συνομιλήσει με Τσάρους, είχε επηρεάσει συνέδρια, είχε διαμορφώσει αποφάσεις για βασίλεια και αυτοκρατορίες.

Γνώριζε τους ανθρώπους, γνώριζε την ψυχολογία τους, γνώριζε τι θα πει εξουσία.

Και γι’ αυτό, την ώρα που η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε, δεν σπατάλησε ούτε μία στιγμή. Έστειλε υπόμνημα στον στρατηγό Ντίμπιτς (Hans Karl von Diebitsch, Πρώσο στρατιωτικό που υπηρέτησε στον Ρωσικό στρατό φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του στρατάρχη, γνωστός για τις επιτυχίες του στους Ναπολεόντειους πολέμους και στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829, όπου η ρωσική εισβολή του στον ελλαδικό τουρκοκρατούμενο χώρο της Θράκης στον ρωσοτουρκικό πόλεμο συνέβαλε στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας μας),  σε διπλωματικούς παράγοντες της Αγίας Πετρούπολης, ενημέρωσε τον Eynard για τις εξελίξεις, έχτισε οδούς επικοινωνίας που θα έμοιαζαν απίθανες για οποιονδήποτε άλλον.


Η θέση του ήταν ξεκάθαρη. «Η Ελλάς πρέπει να αναγνωρισθεί όχι ως επαρχία,

αλλά ως έθνος ανάμεσα στα έθνη της Ευρώπης. Τα σύνορά της πρέπει να ανέλθουν στη φυσική της γραμμή, ώστε να είναι βιώσιμη, αυτάρκης και ικανή να επιβιώσει.»


Και η Ρωσία, νικήτρια και κυρία της κατάστασης, υιοθέτησε για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια την ελληνική θέση, λόγω και του ότι ο Νικόλαος ο Α’ ήταν φιλέλληνας και φανατικός Ορθόδοξος…


Τι κέρδισε η Ελλάδα στην Αδριανούπολη – η αθέατη διάσταση


Η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, υπογεγραμμένη στις 14 Σεπτεμβρίου 1829, δεν χαράζει μόνο σύνορα στον χάρτη, αλλά χαράζει και σύνορα στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής.

Η Ελλάδα, με εκείνη τη συνθήκη, βάζει για πρώτη φορά τα θεμέλια ενός κράτους πραγματικού. Γιατί, παρά την συχνή απλοποίηση των σχολικών εγχειριδίων ή των πανεπιστημιακών βιβλίων, η Συνθήκη δεν ήταν μια απλή διπλωματική πράξη.

Ήταν το χαραγμένο μονοπάτι προς την ανεξαρτησία.


Η Οθωμανική Πύλη αναγνώρισε ότι η Ελλάδα δεν είναι πια επαρχία


Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο της Αδριανούπολης. Η Πύλη, με την υπογραφή της, παραδέχεται ότι ο ελληνικός διοικητικός σχηματισμός που είχε δημιουργήσει ο Καποδίστριας δεν μπορεί να αποσυναρμολογηθεί. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον «κακοποιός περιοχή». Είναι εθνικό σώμα.


Η Στερεά Ελλάδα και η Εύβοια μπαίνουν στο τραπέζι


Ενώ οι Άγγλοι πίεζαν να περιοριστεί η Ελλάδα σε μια κουκίδα, η Συνθήκη ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο ώστε η Ελλάδα να περιλάβει τη Ρούμελη, την Εύβοια και τις Κυκλάδες. Δεν πρόκειται για μικρή υπόθεση, κάθε άλλο. Και λόγω των συνθηκών της εποχής εκείνης, έμοιαζε με θεόρατο επίτευγμα.

Χωρίς αυτά τα εδάφη, η Ελλάδα θα ήταν ένα κράτος-σπαράγγι, χωρίς βάθος, χωρίς προοπτική και φυσικά χωρίς οικονομική υπόσταση.


Κατάργηση του φόρου υποτέλειας — η μεγαλύτερη προσωπική νίκη του Καποδίστρια


Εδώ βρίσκεται η κορύφωση της διπλωματικής του νίκης. Η Βρετανία επέμενε — πίεζε απελπισμένα  σχεδόν στο να παραμείνει η Ελλάδα φόρου υποτελής. Ο Καποδίστριας το απέτρεψε.

Το αποτέλεσμα; Η Ελλάδα απέκτησε υπόσταση ισότιμη. Όχι μια μικρή χώρα, φόρου υποτελής περιοχή, αλλά ανεξάρτητο κράτος. Κι αν υποθέσουμε ότι η τότε Ελλάδα είχε το μέγεθος του…σημερινού Ισραήλ, με τον Καποδίστρια φανταστείτε πού θα μπορούσε να φτάσει μέσα σε λίγα χρόνια!


Η αναγνώριση του 1830 βασίζεται αποκλειστικά στην Αδριανούπολη


Η Συνθήκη του Λονδίνου (1830) — η επίσημη πλέον αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας — δεν είναι ουρανοκατέβατη. Πάταγε εξ ολοκλήρου πάνω στο οικοδόμημα της συνθήκης της Αδριανούπολης.

Εκεί ανατράπηκε η βρετανική πολιτική κι εκεί μεγάλωσε η Ελλάδα. Εκεί διαμορφώθηκε το μέλλον της Ρούμελης, της Εύβοιας και του ελληνικού Αιγαίου.


Γιατί φοβήθηκαν οι Άγγλοι — Το σημείο χωρίς επιστροφή


Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως, από τη στιγμή που υπεγράφη η συνθήκη στην Αδριανούπολη, το Λονδίνο κατάλαβε ότι είχε απέναντί του έναν άνθρωπο που μπορούσε να αλλάξει τον χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου χωρίς να ρίξει μία οβίδα.

Ο Καποδίστριας είχε πετύχει αυτό που η Βρετανία θεωρούσε αδιανόητο, να εκμεταλλευτεί δηλαδή την ήττα της Υψηλής Πύλης. Και όχι μόνο.  Κατάφερε να αξιοποιήσει τη ρωσική ισχύ, να υπονομεύσει την εχθρική πέρα για πέρα βρετανική πολιτική της «μικράς Ελλάδος» και τέλος, να θεμελιώσει μια Ελλάδα που είχε προοπτική ισχύος.


Στο Foreign Office σημειώνεται —και αυτό είναι ιστορικό ντοκουμέντο— ότι ο Κυβερνήτης είχε αποδειχθεί «επικίνδυνος». Και επικίνδυνος ήταν όχι επειδή ήταν μόνο φίλος της Ρωσίας, αλλά επειδή μπορούσε, μέσα από την πολιτική του οξυδέρκεια, να κάνει την Ελλάδα ισχυρή. Και μια ισχυρή Ελλάδα, για τους Βρετανούς, ήταν απειλή.


Η "Αδριανούπολη" ως αρχή της μεγάλης συνωμοσίας εναντίον του


Από τη στιγμή που ολοκληρώνεται η Συνθήκη, ο Καποδίστριας δεν αντιμετωπίζει απλώς την οργή των νησιωτών ή τον φαναριώτικο φθόνο. Αντιμετωπίζει κάτι πολύ μεγαλύτερο. Τη συντονισμένη αντίδραση των αγγλικών συμφερόντων, την ανησυχία της Αυστρίας, την επιφυλακτικότητα της Γαλλίας,και την εσωτερική αναταραχή όσων ένιωθαν ότι ο Κυβερνήτης παίρνει από τα χέρια τους εξουσία που θεωρούσαν ήδη δική τους.


Η Αδριανούπολη ήταν το σημείο τομής και παράλληλα η φωτεινή κορυφή της δράσης του, αλλά ταυτόχρονα και η σκιά που έπεσε πάνω του λίγο μετά. Γιατί, από εκεί και πέρα, η διεθνής πραγματικότητα άλλαξε. Και άλλαξε σε μια κατεύθυνση που η Βρετανία δεν θα συγχωρούσε ποτέ.


10. Η Εσωτερική Αντιπολίτευση – Το Κράτος Εναντίον των Συμφερόντων


Οι παλιοί κόσμοι που αρνούνταν να πεθάνουν και ο νέος κόσμος που προσπαθούσε να γεννηθεί


Όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε την Κυβέρνηση της Ελλάδας, δεν κλήθηκε να διοικήσει κράτος. Κλήθηκε να δώσει μορφή σε ένα χάος.

Να βάλει τάξη σε μια κοινωνία σκορπισμένη, να συντονίσει ανθρώπους που είχαν μάθει μόνο να πολεμούν, να ενώσει νησιά που ζούσαν σαν μικρές πολιτείες, να τιθασεύσει καπεταναίους που θεωρούσαν την εξουσία κληρονομικό τους προνόμιο.


Η Ελλάδα του 1828 ήταν ένας κόσμος σπασμένος σε χίλια κομμάτια. Και κάθε κομμάτι ήθελε να γίνει ...βασίλειο από μόνο του!

Στην Ύδρα, οι εφοπλιστές λογάριαζαν ότι τα καράβια τους είχαν κερδίσει το δικαίωμα στην αυτονομία. Στη Μάνη, οι παλιοί οπλαρχηγοί πίστευαν ότι κανείς δεν θα τους αγγίξει χωρίς να πληρώσει αίμα. Στη Ρούμελη, οι αρματολοί φαντάζονταν ότι ο θεσμός τους είναι αιώνιος.

Και στις παλιές φαναριώτικες οικογένειες, η πείρα χρόνων στην εξουσία της οθωμανικής διοίκησης γεννούσε την πεποίθηση ότι μόνο αυτές είναι άξιες να κυβερνούν.


Μέσα σε αυτό το μωσαϊκό αντιθέσεων, ο Καποδίστριας εμφανίστηκε ως κάτι που δεν είχαν ξαναδεί: Ένας άνθρωπος που δεν χρωστούσε τίποτε σε κανέναν, που δεν ανήκε σε κανένα τοπικό σύστημα, που δεν δεχόταν να μοιράσει αξιώματα ως λάφυρα του Αγώνα αλλά ούτε καν να...πληρωθεί για τις πολύτιμες υπηρεσίες του.


Ήταν, για πρώτη φορά, το Κράτος ως έννοια, όχι ως πηγή προνομίων. Και αυτό δεν το συγχώρησαν.


Η Ύδρα: το νησί που ήθελε να γίνει κράτος


Καμία περιοχή δεν αντιτάχθηκε στον Καποδίστρια τόσο συστηματικά όσο η Ύδρα.

Το νησί είχε δώσει πολλά στον Αγώνα και ζητούσε την ανταμοιβή του. Όχι όμως σε τιμές ή αναμνηστικές στήλες, αλλά σε εξουσία, σε προνόμια, σε κομμάτι από την “πίτα” του νέου κράτους.


Από την ημέρα που ο Κυβερνήτης διόρισε εθνική διοίκηση για τη ναυτιλία, οι Υδραίοι θεώρησαν ότι χάνουν τον ιστορικό έλεγχο των πραγμάτων. Και όταν ζήτησε να πληρώσουν φόρους – τους ίδιους φόρους που θα πλήρωνε κάθε Έλληνας – απλά...αγανάκτησαν! Γιατί μέχρι τότε οι νησιώτες είχαν συνηθίσει να είναι «υπεράνω» της κεντρικής αρχής.


Έτσι, μεθοδικά, με άρθρα, με υπομνήματα, με φήμες και με συνωμοτικές συσκέψεις, η Ύδρα γίνεται ο πρώτος μεγάλος πόλος αντιπολίτευσης. Ο πόλεμος δεν ήταν πια με τα καράβια. Ήταν με τις πέτρες της συκοφαντίας.


Η Μάνη: ένα αρχοντολόγι που αρνιόταν να πειθαρχήσει


Η Μάνη υπήρξε κάστρο ελληνικό για αιώνες. Αλλά ήταν κάστρο ανεξάρτητο. Οι οικογένειες των Μαυρομιχαλαίων, των Γρηγοραίων, των Τζανετάκηδων είχαν μάθει να ζουν με τους δικούς τους νόμους, να κρατούν τα όπλα τους ως σύμβολα εξουσίας και να θεωρούν την αυτονομία τους ιερή και αδιαπραγμάτευτη.


Όταν ο Καποδίστριας επιχείρησε να εγκαθιδρύσει ενιαία διοίκηση στη Μάνη, το είδαν ως προσβολή. Όχι ως αναγκαία κρατική λειτουργία, αλλά ως προσωπική ταπείνωση.

Η Μάνη δεν ήταν εχθρός της Ελλάδας, ήταν όμως εχθρός κάθε μορφής συγκεντρωτικού κράτους. Και οι Μαυρομιχαλαίοι, αντί να δουν την πολιτική αλλαγή ως μετάβαση,

την είδαν ως μάχη κύρους. Το τραύμα που άνοιξε τότε, θα γινόταν λίγα χρόνια αργότερα θανάσιμο.


Η Ρούμελη και οι αρματολοί – το τέλος ενός θεσμού


Οι αρματολοί της Ρούμελης είχαν μάθει επί αιώνες να ασκούν εξουσία στους τόπους τους,

να διαχειρίζονται φόρους, να δικάζουν μικροδιαφορές, να λειτουργούν ως μικρο-άρχοντες σε μια περιοχή όπου ο σουλτάνος δεν είχε εύκολη πρόσβαση.

Ο Καποδίστριας, θέλοντας να δημιουργήσει στρατό σταθερό και εκπαιδευμένο,

κατήργησε τον θεσμό. Έδωσε μισθούς σε όσους παρέμεναν πιστοί στον νόμο

και απαγόρευσε τα ιδιωτικά σώματα. Αυτό όμως σήμαινε το τέλος μιας ολόκληρης νοοτροπίας. Και όσοι έχασαν τα προνόμιά τους, στράφηκαν εναντίον του. Όχι επειδή διαφωνούσαν με τη δημιουργία κράτους, αλλά επειδή διαφωνούσαν με την απώλεια της δύναμής τους.


Οι Φαναριώτες: η πιο ύπουλη αντιπολίτευση


Εδώ εισερχόμαστε στην πιο λεπτή και ύπουλη περιοχή. Την φαναριώτικη ελίτ.

Οι Φαναριώτες είχαν ολόκληρη παράδοση στη διοίκηση. Είχαν υπηρετήσει ως ηγεμόνες σε παραδουνάβιες ηγεμονίες, είχαν αναπτύξει δίκτυα, είχαν πείρα στις οθωμανικές τρικλοποδιές, είχαν μόρφωση και κυρίως, είχαν το αίσθημα ότι το νέο ελληνικός κράτος τους ανήκει.


Ο Καποδίστριας ήταν για αυτούς ένας άνθρωπος που «παρακάμπτει τα φυσικά κέντρα εξουσίας». Ένας ξένος, παρά το ελληνικό του αίμα, ένας «ευρωπαίος», ένα πρόσωπο που δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Και στο πρόσωπο του πιο ραδιούργου και πιο φιλόδοξου από όλους, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, η αντιπολίτευση έβρισκε όχι μόνο φωνή, αλλά και πονηρό μυαλό.

Ο Μαυροκορδάτος δεν ήθελε την πτώση του Καποδίστρια για λόγους ιδεών. Την ήθελε για λόγους εξουσίας και πλήρους ελέγχου των πάντων. Η σύγκρουση μεταξύ τους δεν ήταν «πολιτική» με τον σημερινό όρο. Ήταν σύγκρουση δύο κόσμων. Του κόσμου της παλιάς αριστοκρατίας εξουσίας εναντίον του κόσμου του νέου κράτους.


Και η Ελλάδα στη μέση – ανάμεσα στην πρόοδο και στους αιώνιους δαίμονες της


Καθώς όλα αυτά συνέβαιναν ταυτόχρονα, η Ελλάδα βρισκόταν στο μέσο μιας βαθιάς μεταμόρφωσης. Από "οικογένειες" και φράξιες σε διοίκηση, από φατρίες σε στρατό, από προνόμια σε νόμους, από τοπική εξουσία σε κεντρική αρχή. Ήταν αναπόφευκτο ότι η σύγκρουση θα έφτανε στο αποκορύφωμά της. Κι αυτό το ήξερε ο Καποδίστριας. Αυτός όμως, ως κυβερνήτης, γεννούσε κράτος. Και κάθε γέννα, όσο ιερή κι αν είναι,

έχει πόνο. Και ο πόνος αυτός, στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, ήταν τόσο βαθύς και τόσο συσσωρευμένος που τελικά θα γινόταν μίσος.

Μίσος τυφλό, προσωπικό, απροκάλυπτο, με βαθιές ρίζες μέσα στον εγωισμό και την περηφάνια παλιών καθεστώτων που έβλεπαν να χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους.

Αυτή είναι η αληθινή μήτρα της αντιπολίτευσης. Δεν ήταν ιδεολογική. Ήταν υπαρξιακή...




ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ


Στο αυριανό Β' Μέρος: Η διαμάχη με τους Φαναριώτες, ο ρόλος του Αναστάσιου Πολυζωίδη και της εφημερίδας "Απόλλων", τα εμπόδια, οι τρικλοποδιές και η διεθνής απομόνωση, ο ρόλος της Βρετανίας, ο ρόλος του Ιωάννη Κωλέττη, η σικέ "συνομωσία" του Πετρόμπεη, το στήσιμο της δολοφονίας, ποιοί ήταν οι πρωταγωνιστές, γιατι η κυβέρνηση Γουέλινγκτον της Αγγλίας "προειδοποίησε" τον Καποδίστρια για τους "κινδύνους" που γεννά η πολιτική του, γιατί δεν συνελήφθη ο Αναστάσιος Πολυζωίδης για εσχάτη προδοσία. Ποιοί στ' αλήθεια σκότωσαν τον Καποδίστρια και γιατί ενοχοποιήθηκαν οι Μαυρομιχαλαίοι. Το μεγάλο Ψέμμα της Ιστορίας και ποιοί το προώθησαν και το καθιέρωσαν.


Πύρινος Λόγιος





Σχόλια


ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ και ΜΕΙΝΕΤΕ...ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΙ

Thanks for submitting!

  • Grey Twitter Icon
  • Grey LinkedIn Icon
  • Grey Facebook Icon

© 2024 by Pirinos Logios. Powered and secured by Wix

bottom of page