"Της Ψυχής τα Όμματα Πεπηρωμένος Σοί Χριστέ..."
- sergioschrys
- πριν από 2 ώρες
- διαβάστηκε 6 λεπτά
Ένα υπέροχο κείμενο ως...κήρυγμα για όποιον ακόμη αναζητά τον Χριστό ή σε όποιον ακόμη ζεί ο Χριστός μέσα του...

Η Κυριακή του Τυφλού και πώς συνδέεται το γεγονός αυτό με τη γενικότερη συμπεριφορά των φλογερών Χριστιανών ή των "χλιαρών"

Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η έκτη Κυριακή από του Πάσχα, η Κυριακή του τυφλού και ονομάσθηκε έτσι, επειδή την ημέρα αυτή η αγία μας Εκκλησία καθιέρωσε να μνημονεύουμε το θαύμα που έκαμε ο Κύριος, της θεραπείας ενός τυφλού, που ήταν τυφλός εκ γενετής.
Πρόκειται για ένα θαύμα καταπληκτικό, μοναδικό στο είδος του, αποδεικτικό της μεσσιανικής ιδιότητος του Κυρίου, αλλά και της θεότητός του, ένα θαύμα που μας θυμίζει την εκ του πηλού δημιουργία του πρωτοπλάστου Αδάμ.
Το εν λόγω θαύμα, το οποίο μας διασώζει μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο 9ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, έκαμε ο Κύριος πάλι στην Ιερουσαλήμ λίγο καιρό μετά την εορτή της σκηνοπηγίας. Πρόκειται για ένα διπλό θαύμα, διότι όπως ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες, ο Κύριος δεν άνοιξε μόνο τα σωματικά μάτια του τυφλού, αλλά και τα μάτια της ψυχής του.
Όπως διηγείται ο ευαγγελιστής, οι Φαρισαίοι μετά το θαύμα ζητούσαν με αλλεπάλληλες ανακρίσεις, να μάθουν, πως θεραπεύτηκε ο τυφλός. Και ενώ πληροφορούνται από αυτόν, ότι ο Ιησούς είναι εκείνος, που τον θεράπευσε, αυτοί πασχίζουν με κάθε τρόπο, είτε να αρνηθούν το θαύμα, είτε να το διαστρέψουν, παρουσιάζοντάς το ως μη γενόμενο από τον Χριστό, αλλά από τον Θεό, είτε να παρουσιάσουν τον Χριστό ως άνθρωπο αμαρτωλό. Πράγμα που δείχνει ότι όχι μόνον δεν θέλουν να πιστεύσουν σ’ αυτόν, με αφορμή αυτό το θαύμα, αλλά και τον μισούν θανάσιμα. Ο φθόνος και το μίσος έχει τυφλώσει τους ψυχικούς οφθαλμούς των.
Οι συγγενείς πάλι του τυφλού δέχονταν μεν το θαύμα, όπως και τον αυτουργό του, τον Κύριο, αλλά από φόβο και δειλία δεν το ομολογούσαν, για να μην τους αφορίσουν οι Φαρισαίοι.
Όμως μια τέτοια πίστη, που δεν συνοδεύεται από την ανάλογη ομολογία και δεν διακηρύσσεται δημοσίως, δεν την δέχεται ο Κύριος, ούτε την επαινεί. Ο μόνος που ομολόγησε και μάλιστα με θάρρος και παρρησία, τόσο το θαύμα, όσο και τον αυτουργό του θαύματος, ήταν ο πρώην τυφλός.
Γι’ αυτό και ο Κύριος, θέλοντας να επαινέσει την πίστη του, αλλά και την θαρραλέα ομολογία του, ήρθε αργότερα και βρήκε τον πρώην τυφλό και του είπε: «Συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού;». Και λέγει ο πρώην τυφλός: «Τις εστίν, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν;» Κύριε, ποιος είναι, για να πιστέψω σε αυτόν; Και ο Κύριος του απαντά: «Και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν». Τον έχεις δει. Είναι Εκείνος που ομιλεί τώρα μαζί σου. Και τότε ο τυφλός απαντά: «Πιστεύω, Κύριε, και προσεκύνησεν αυτώ».
Όπως μας διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, μια μεγάλη και βασική αλήθεια της πίστεώς μας είναι ότι ο άνθρωπος έχει δύο ειδών οφθαλμούς, τους οφθαλμούς του σώματος και τους οφθαλμούς της ψυχής.
Με τα σωματικά μάτια απολαμβάνει τον αισθητό κόσμο, ο οποίος τον περιβάλλει. Με τα πνευματικά πάλι απολαμβάνει το φως της θείας Χάριτος και προγεύεται από τώρα τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών.
Και όπως όταν τυφλωθούν τα σωματικά μας μάτια δεν μπορούμε να βλέπουμε πλέον τον αισθητό κόσμο που μας περιβάλλει, έτσι και όταν τυφλωθούν τα μάτια της ψυχής μας, βαδίζουμε σε ένα πνευματικό σκοτάδι, διότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε, πως θα ευαρεστήσουμε στο Θεό, πως θα διεξάγουμε τον πνευματικό μας αγώνα και πως θα επιτύχουμε την σωτηρία μας.
Και όπως τα μάτια του σώματος τυφλώνονται από διάφορες αρρώστιες, που τις μελετά η επιστήμη της ιατρικής, έτσι και τα μάτια της ψυχής τυφλώνονται από κάποιες άλλες αρρώστιες ψυχικές, που είναι τα πάθη, τα οποία όταν κυριαρχήσουν στην ψυχή, την σκοτίζουν πνευματικά και την οδηγούν στον πνευματικό θάνατο.
Βασική και απαραίτητη προϋπόθεση για να ανοίξουν τα μάτια της ψυχής μας και να καταυγασθούν από το φως της Θείας Χάριτος είναι η πίστη, η αληθινή, η υγιής και ανυπόκριτη, σαν αυτή που είχε ο πρώην τυφλός, αλλά και ο συνεχής αγώνας μας για την κάθαρση της ψυχής μας από τα πάθη, τα οποία τυφλώνουν και στοτίζουν την ψυχή. Την αναγκαιότητα αυτής της καθάρσεως, που πρέπει να προηγηθεί, ώστε να φθάσει ο άνθρωπος στη θεωρία του Θεού, επισημαίνει ο ίδιος ο Κύριος: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», (Ματθ. 5,8).
Κριτήριο αλάνθαστο επί τη βάσει του οποίου μπορούμε να αξιολογήσουμε τη γνησιότητα της πίστεώς μας είναι εάν και κατά πόσον είμαστε πρόθυμοι να ομολογούμε την πίστη μας, όταν αυτή βλασφημείται και απαξιώνεται από τους αρνητές της, αλλά και να υπομένουμε τις συνέπειες μιάς τέτοιας πίστεως, να υποστούμε δηλαδή διωγμούς και θλίψεις προκειμένου να μείνουμε εδραίοι και αμετακίνητοι στην πίστη μας.
Το ερώτημα εν προκειμένω είναι: Άραγε εμείς μπορούμε να πούμε, ότι πιστεύουμε αληθινά και ανυπόκριτα στον Κύριο; Πολλοί χριστιανοί σήμερα ισχυρίζονται ότι πιστεύουν, ωστόσο όμως έχουν τις ιδικές τους αντιλήψεις πάνω στο θέμα της πίστεως. Πιστεύουν όπως αυτοί νομίζουν, μ’ ένα δικό τους τρόπο και σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια.
Δεν αποδέχονται, όλα όσα ο Κύριος μας διδάσκει. Άλλα από αυτά τα δέχονται και άλλα τα απορρίπτουν. Πράγμα το οποίο δείχνει ότι στο βάθος της ψυχής των υπάρχει υπερηφάνεια και εγωϊσμός.
Σε τελική ανάλυση οι χριστιανοί αυτοί κατασκευάζουν ένα δικό τους Ευαγγέλιο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, με αποτέλεσμα να πέφτουν σε πλάνη και να νομίζουν ότι σωστά βαδίζουν στην πνευματική τους ζωή. Αγνοούν θεληματικά ότι δεν υπάρχει πίστις υποκειμενική, όπως δηλαδή την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Δεν δέχονται ότι ΜΙΑ είναι η πίστις, όπως μας την αποκάλυψε ο Χριστός, όπως την παρέλαβαν οι άγιοι απόστολοι και όπως την διδάσκει η Εκκλησία μας και δεν διαφοροποιείται. Δεν επιδέχεται ούτε προσθέσεις, ούτε αφαιρέσεις.
Για να καταλάβουμε καλύτερα σε πια φοβερή πνευματική τύφλωση φθάνει ο άνθρωπος, όταν φθάσει στο σημείο να διαστρέψει κάποιες από τις αλήθειες του Ευαγγελίου και να κατασκευάσει ένα δικό του Ευαγγέλιο, ας πάρουμε την περίπτωση των Γραμματέων και Φαρισαίων της εποχής του Χριστού.
Αυτοί ήταν οι θεολόγοι της εποχής εκείνης, οι άριστοι γνώστες του Μωσαϊκού νόμου και των προφητών. Γνώριζαν όσο κανένας άλλος τον Μωϋσή και τους προφήτες, οι οποίοι ομίλησαν προφητικά για τον Μεσσία – Χριστό και περίμεναν με λαχτάρα τον Μεσσία.
Και όμως! Ενώ γνώριζαν τους προφήτες, ωστόσο τους παρερμήνευαν. Είχαν σχηματίσει μια δική τους εικόνα για τον Μεσσία, που δεν είχε καμιά σχέση με την εικόνα, που έδιναν οι προφήτες στα προφητικά τους κείμενα.
Περίμεναν τον Μεσσία με βάση τις προσωπικές τους επιθυμίες και προσδοκίες, δηλαδή σαν ένα εγκόσμιο βασιλιά που θα τους ελευθερώσει από τον ρωμαϊκό ζυγό. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι όταν ήρθε στον κόσμο ο Χριστός, αυτοί δεν επίστευσαν σ’ αυτόν, παρ’ όλο που όλες οι μεσσιανικές προφητείες επαληθεύονταν στο πρόσωπό του. Ενώ έβλεπαν κάθε μέρα μεγάλα και καταπληκτικά θαύματα, εν τούτοις όχι μόνο δεν επίστευαν, αλλά και τον μίσησαν θανάσιμα.
Έβλεπαν με τα σωματικά μάτια τους τα θαύματα, καθ’ όν χρόνον τα ψυχικά τους μάτια ήταν κλειστά, επειδή είχαν μέσα τους υπερηφάνεια και φθόνο. Στην ίδια πλάνη με αυτή των Φαρισαίων είναι δυνατόν να πέσουμε και εμείς, αδελφοί μου, όταν επιζητούμε να ερμηνεύσουμε το Ευαγγέλιο μ’ ένα δικό μας τρόπο και όχι όπως μας διδάσκει η Εκκλησία.
Πέραν αυτών πρέπει να τονίσουμε ακόμη, ότι η αληθινή πίστη κοστίζει, συνεπάγεται θλίψεις και διωγμούς, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου, «πάντες οι ευσεβώς θέλοντες ζήν διωχθήσονται».
Όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, θα διωχθούν. Όταν η πίστη μας δεν μας κοστίζει τίποτε, δεν μπορεί να είναι αληθινή.
Όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας απέδειξαν την γνησιότητα της πίστεώς των, υπομένοντες διωγμούς. Μερικοί μάλιστα, όπως οι άγιοι μάρτυρες, απέδειξαν με τη θυσία της ζωής τους τη γνησιότητα της πίστεώς των.
Το ίδιο βλέπουμε και στην περίπτωση του πρώην τυφλού, ο οποίος απέδειξε τη γνησιότητα της πίστεώς του με το να υπομείνει τις λοιδορίες των Φαρισαίων και να αποβληθεί από την συναγωγή.
Είναι ανάγκη να κάνουμε μια αυτοκριτική και έναν αυτοέλεγχο, για να εξετάσουμε, αν η δική μας πίστη έχει όλα αυτά τα στοιχεία και τα γνωρίσματα, που αναφέραμε πιο πάνω. Και εφ’ όσον διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχουν, τότε να μην διστάσουμε να αλλάξουμε πορεία πλεύσεως.
Διότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο στην πνευματική μας ζωή, από το να νομίζουμε ότι βαδίζουμε στο σωστό δρόμο, ενώ έχουμε πλανηθεί σε λάθος δρόμο. Χωρίς καθυστέρηση και χωρίς καμία αναβολή ας τρέξουμε σε κάποιον καλό πνευματικό και ας κάνουμε υπακοή σε ό,τι αυτός μας υποδείξει. Είναι κρίμα να χάσουμε την ψυχή μας από μια επιπολαιότητα.
Την ημέρα της κρίσεως, όταν θα καταλάβουμε πλέον ότι πέσαμε έξω, θα είναι αργά, διότι τότε δεν θα μπορέσουμε να διορθώσουμε τίποτε. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να εφαρμόσουμε πάνω στην πράξη το Ευαγγέλιο, όπως μας το διδάσκει η Εκκλησία και όχι όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε, πράγμα που εύχομαι να γίνει σε όλους μας με τη Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου και όλων των αγίων.
Αμήν.
Comentarios