Το… άριστο χαντάκωμα της Ελλάδας διά χειρός Μητσοτάκη
- sergioschrys
- πριν από 8 ώρες
- διαβάστηκε 3 λεπτά
Ο Μητσοτάκης, μετά τα -ιστορικών διαστάσεων- προσωπικά λάθη του στο πλαίσιο του - κατά τ’ άλλα - απαραίτητου ελληνοτουρκικού διαλόγου, προβάλλει ότι αλλάζει τακτική

Επαναλαμβάνει, εμφατικά, την προειδοποίηση ότι, όσο η γειτονική χώρα «εξακολουθεί να έχει στο τραπέζι το ζήτημα του casus belli και να αμφισβητεί την κυριαρχία ελληνικών νησιών μέσω της θεωρίας των γκρίζων ζωνών», η Αθήνα δεν θα συναινέσει στην ένταξη της Άγκυρας στο πρόγραμμα SAFE για την ενίσχυση-χρηματοδότηση της αμυντικής βιομηχανίας της.
Μακάρι ο πρωθυπουργός ξαφνικά να «είδε το φως το αληθινό», αλλά η έντονη επιφυλακτικότητα έναντι των επιλογών και διατυπώσεών του είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Φράσεις του τύπου «να βγει από το τραπέζι» το casus belli (άραγε πώς, πότε και για πόσο;) είναι πολύ υποδεέστερες και έχουν πολύ διαφορετική σημασία από την απαίτηση η Τουρκική Εθνοσυνέλευση να καταργήσει το σχετικό ψήφισμα που είχε ομόφωνα υιοθετήσει τον Ιούνιο του 1995. Επίσης, ενώ όλοι οι Πρόεδροι Δημοκρατίας, οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί Εξωτερικών υπογράμμιζαν, τα προηγούμενα 30 χρόνια, ότι η Ελλάδα διατηρεί αναφαίρετο το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της στα 12 ν.μ. σε χρόνο που θα κρίνει κατάλληλο, ο κ. Μητσοτάκης δεν αρθρώνει καν ψίθυρο επί του θέματος.
Ταυτόχρονα, πάσχει και το δεύτερο σκέλος της δήλωσης του πρωθυπουργού, αφού η τουρκική αμφισβήτηση της κυριαρχίας επί των νησιών δεν γίνεται μόνο μέσω της θεωρίας των γκρίζων ζωνών (1996).
Επεκτείνεται, με έωλα επιχειρήματα, στα Δωδεκάνησα και στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947), όπως και σε σχεδόν όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στα νησιά (υφαλοκρηπίδα, δικαίωμα άμυνας κ.λπ.) που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923).
Προς τι ο αυτοπεριορισμός από τον κ. Μητσοτάκη που θα δυσχεραίνει το έργο όλων των επόμενων πρωθυπουργών και, ενδεχομένως, η τουρκική πλευρά θα υποστηρίζει ότι τους δεσμεύει κιόλας;
Όμως τα πράγματα είναι ακόμα πιο άσχημα στο διπλωματικό πεδίο της Ε.Ε. Η Άγκυρα δεν αρκείται μόνον στις έμμεσες χρηματοδοτήσεις που θα καταβληθούν έτσι κι αλλιώς, πρώτον, στις ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρίες που ήδη ελέγχονται μετοχικά από τουρκικούς ομίλους και, δεύτερον, για τα συστήματα με τουρκική βιομηχανική συμμετοχή ως 35%.
Αντίθετα, αν και ήδη σαφώς κερδισμένη, κάνει τη διαπραγματευτική επιλογή της απαίτησης άμεσης και πλήρους ένταξης στο SAFE, αρχίζοντας συνομιλίες με την Ε.Ε. για την υπογραφή διμερούς συμφωνίας.
Γιατί η Άγκυρα γνωρίζει ότι, χάρη και στα λάθη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έχει πια το πλεονέκτημα της υποστήριξης από όλες τις υπόλοιπες χώρες-μέλη. Μόνον η Κυπριακή Δημοκρατία στηρίζει την Αθήνα, ενώ η Γαλλία ενδιαφέρεται, κυρίως, για τη στάση της Άγκυρας στο Ουκρανικό.
Με αυτά τα δεδομένα, ξένοι διπλωμάτες στην Αθήνα υποστηρίζουν ότι η Κομισιόν θα «προσφέρει» στην Ελλάδα ένα -δήθεν- μεγάλο αντάλλαγμα προς άρση όποιων επιφυλάξεών της. Θα εντάξει είτε στη μελλοντική συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας (αν και όταν προωθηθεί προς έγκριση) είτε στα επίσημα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18ης-19ης Δεκεμβρίου 2025 μια πρόταση περί συμμόρφωσης της Άγκυρας στις «καλές γειτονικές σχέσεις» με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Μια τέτοια φράση υποτίθεται ότι θα είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά από την Αθήνα σαν ανάχωμα στα τουρκικά αιτήματα στο SAFE, ενώ θα μπορούσε να παρουσιαστεί στην ελληνική κοινή γνώμη σαν -δήθεν- ισοδύναμη του βέτο.
Δυστυχώς, η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Γιατί ναι μεν η απαίτηση «καλών γειτονικών σχέσεων» έχει κάποια αξία (σ.σ.: άλλωστε πρώτη τη χρησιμοποίησε επιτυχώς η Ελλάδα το 2012-2014 έναντι της τότε ΠΓΔΜ), αλλά πρακτικά είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας.
Δεν αποτρέπει την ένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα SAFE, δεν επιτρέπει μελλοντική αποπομπή της, δεν αναιρεί καμία από τις επεκτατικές βλέψεις (casus belli, γκρίζες ζώνες και λοιπές αμφισβητήσεις) και δεν αποτελεί αντίβαρο στην υποστήριξη των άλλων εταίρων προς την Άγκυρα.
Επιπλέον, είναι αμφίβολο ότι ο κ. Μητσοτάκης, αν πραγματικά το επιθυμούσε, θα έπειθε τους Ευρωπαίους εταίρους ότι η Ελλάδα δεν έχει σήμερα «καλές γειτονικές σχέσεις» με την Τουρκία, ώστε να ανασταλεί ή ματαιωθεί η ένταξή της στο SAFE.
Πώς να υποστηρίξει κάτι τέτοιο, όταν έχει υπογράψει τη Διακήρυξη των Αθηνών (Δεκέμβριος 2023), έχει υποχωρήσει αδιαμαρτύρητα μετά την κρίση της Κάσου για το «καλώδιο» του GSI (Ιούλιος 2024 ως σήμερα), ανέχεται τη διαρκώς αυξητική τάση των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο (Ιανουάριος 2025 ως σήμερα) και αφήνει ουσιαστικά αναπάντητη την εξαγγελία Ερντογάν στον ΟΗΕ (23/9/25) ότι «δεν θα ευοδωθούν» τα ενεργειακά πρότζεκτ στη Μεσόγειο χωρίς τη συμμετοχή της χώρας του και του ψευδοκράτους;
Ο πρωθυπουργός δεν αξιοποίησε, ως αιτία ή αφορμή αλλαγής του πλαισίου διαλόγου με την Τουρκία, ούτε την -άνευ δικαιολογίας ή τυπικής διπλωματικής επικοινωνίας- ακύρωση της συνάντησής του με τον κ. Ερντογάν.
Στο διπλωματικό παρασκήνιο φημολογείται μάλιστα ότι, στις λίγες εβδομάδες που μεσολάβησαν, ο διμερής διάλογος έχει παρασκηνιακά διευρυνθεί ως προς τη θεματολογία του.
Αλέξανδρος Τάρκας - Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Σχόλια