O Tράμπ θέλει να πεταχτούν οι Κινέζοι από τον Πειραιά!
- sergioschrys
- 16 Σεπ
- διαβάστηκε 6 λεπτά
Ήδη το Πεντάγωνο έχει εντάξει την COSCO στη «μαύρη λίστα» εταιρειών με δεσμούς με τον κινεζικό στρατό! Ο Πειραιάς και η ιστορία του, σε ξεχωριστό σχόλιο από τον Πύρινο Λόγιο

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποκάλυψε χθες ένα καλά οργανωμένο δίκτυο απάτης εισαγωγών που λειτουργούσε επί χρόνια, κατασχέτοντας 2.435 κοντέινερ με κινεζικά προϊόντα στο λιμάνι του Πειραιά.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιχείρηση του είδους στην ιστορία της ΕΕ. Τα κατασχεμένα εμπορεύματα, ηλεκτρικά ποδήλατα, πατίνια, παπούτσια και υφάσματα, διακινούνταν με στόχο την αποφυγή δασμών και ΦΠΑ, ζημιώνοντας τα ευρωπαϊκά δημόσια ταμεία.
Η συγκυρία μόνο τυχαία δεν είναι. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ έχει εκκινήσει τη μεγαλύτερη ναυτική στρατηγική των τελευταίων δεκαετιών με στόχο να περιορίσει το παγκόσμιο δίκτυο λιμανιών που ελέγχει η Κίνα. Ο Πειραιάς αναφέρεται ρητά ως «σημείο ενδιαφέροντος» για την Ουάσινγκτον, καθώς η COSCO –κρατικός κινεζικός κολοσσός– κατέχει το 67% του ΟΛΠ. Ο Πειραιάς αποτελεί κόμβο για το εμπόριο που συνδέει Ευρώπη, Αφρική και Ασία, γεγονός που τον καθιστά στρατηγικής σημασίας για κάθε μεγάλη δύναμη.
Η αμερικανική ανησυχία δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και γεωπολιτική. Όπως τόνισε ειδικός σε θέματα ασφάλειας στο Reuters, η Κίνα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τον έλεγχο λιμανιών για στρατιωτικούς σκοπούς, για κατασκοπεία ή για την πρόκληση αναταραχής στις εφοδιαστικές αλυσίδες σε περίπτωση κρίσης.Ήδη το Πεντάγωνο έχει εντάξει την COSCO στη «μαύρη λίστα» εταιρειών με δεσμούς με τον κινεζικό στρατό.
Η κυβέρνηση στοχεύει στην απομάκρυνση της COSCO από τον Πειραιά
Στην Ελλάδα, η χθεσινή εξέλιξη προσλαμβάνει και πολιτική διάσταση. Πηγές σχολιάζουν ότι η κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει το σκάνδαλο για να εντείνει την πίεση προς την COSCO, με στόχο να μειώσει την κινεζική παρουσία στον Πειραιά ή ακόμη και να αναζητήσει εναλλακτικά σχήματα διαχείρισης με ευρωπαϊκή ή αμερικανική στήριξη. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανέλαβε την υπόθεση δίνει και μια «νομιμοποίηση» στις Βρυξέλλες να απαιτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στα κινεζικά φορτία που διακινούνται από τον Πειραιά.
Όλα αυτά καταδεικνύουν πως ο Πειραιάς βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας αντιπαράθεσης. Για την Κίνα είναι κρίσιμος κρίκος στη «Νέα Δρόμο του Μεταξιού». Για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι μια στρατηγική πύλη που δεν μπορούν να αφήσουν σε κινεζικά χέρια χωρίς όρους.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ο Κακόφημος Πειραιάς - Το λιμάνι των Δακρύων

Ο Πειραιάς, δεν είναι απλώς ένα από τα μεγάλα λιμάνια της νέας Ελλάδας, του τεχνητού δηλαδή κρατους που δημιούργησαν οι Αγγλογάλλοι και οι Ρώσοι. Ήταν ΤΟ λιμάνι, που έγραψε κι αυτό τη δική του Ιστορία στους νεώτερους χρόνους.
Είναι το λιμάνι που ενέπνευσε τον μεγάλο Νίκο Τσιφόρο, στο να καταγράψει με τη δική του πένα κάπου 150 μικρές ιστορίες από τον υπόκοσμο που ανθούσε τις εποχές εκείνες (μέσα 19ου-μέσα 20ού αιώνα) με τρείς συλλογές που τις ονόμασε "Τα Παλιόπαιδα τ' ατίθασα", "Τα παιδιά της πιάτσας" και τα "Παραμύθια πίσω από τα κάγκελά".
Μέσω αυτών των διηγημάτων, ο Τσιφόρος μας έφερε σε επαφή με την "γλώσσα πειραιώτικου του υποκόσμου", μια γλώσσα καθαρά λαϊκη, αλλά γεμάτη...συνθήματα, ρυθμό και μεγάλη ποικιλία λέξεων και φράσεων που ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, ιστορικός, διηγηματογράφος, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας έκρινε πως έπρεπε να διασωθεί. Και έπραξε το...καθήκον του, διασώζοντας την.
Αυτόν τον Πειραιά, τον τίμησε και ο Ελληνικός Κινηματογράφος. Με πρώτο και καλύτερο τον Γιώργο Τζαβέλλα με την ταινία του "Η Αγνή του Λιμανιού" το 1952, προσφέροντας ένα μεγάλο ρόλο στη γόησσα της εποχής, Ελένη Χατζηαργύρη και μια μεγάλη εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία για τη "Φίνος Φίλμ".
Ακολουθεί η πρώτη μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη με την ταινία του "Στέλλα" πάνω σε σενάριο δικό του, βασισμένο στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια" με πρωταγωνιστές την Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα, που μένει στην ιστορία με τη φράση του Φούντα "Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι".
Μετά από 10 περίπου χρόνια και από ταινιούλες κακόσχημες και πρόχειρες, τη σκυτάλη παίρνει ο σεναριογράφος Νίκος Φώσκολος, όπου με τη σκηνοθετική ματιά του Κώστα Ανδρίτσου, δημιουργεί το αξέχαστο "Κάθαρμα", με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού.
Κάπου στα 1964, έρχεται και η μεγαλειώδης ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη "Τα κόκκινα Φανάρια" πάνω σε σενάριο του θεατρικού συγγραφέα και ιστορικού Αλέκου Γαλανού, η οποία γίνεται διεθνής επιτυχία και φτάνει μέχρι τα βραβεία Όσκαρ, παίρνοντας υποψηφιότητα για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία. Με μια πλειάδα ηθοποιών-αστεριών στο παλμαρέ της με επικεφαλής τη Τζένη Καρέζη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Γιώργο Φούντα, τη Δεσπω Διαμαντίδου και τον Μάνο Κατράκη, η ταινία αφηγείται ακριβώς ό,τι και η ίδια η ζωή του λιμανιού είχε να πεί: Τις χαρές, τις πίκρες, τα δράματα, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις ενός ολόκληρου κόσμου, που ζούσε μόνο από τον εφήμερο και πληρωμένο έρωτα και τις συνέπειες του.
Και τέλος, πάλι ο Νίκος Φώσκολος, αυτή τη φορά ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος, δημιουργεί τη μεγάλη και αξέχαστη ταινία "Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα" του 1969 που έσπασε ταμεία. Μάρθα Καραγιάννη και Κώστας Καζάκος, σε μια γνήσια λιμανίσια, πειραιώτικη ταινία που φέρνει στο φώς όχι μόνο τον υπόκοσμο, αλλά και τα ανθρώπινα όνειρα, τις επιδιώξεις αλλά και τις απογοητεύσεις κι ακόμη και τον θάνατο, ντυμένη από την εκπληκτική μουσική του Μίμη Πλέσσα. Στην παραγωγή, πάλι η "Φίνος Φίλμ" που πρωτοστατεί πλέον ως η μόνη σοβαρή εταιρία που παράγει ελληνικό κινηματογράφο σε διεθνές επίπεδο.
Ας πάμε τώρα σε μια σύντομη, αλλά μεστή ιστορική διαδρομή στον κόσμο του πειραιώτικου λιμανιού, που, όπως κάθε μεγάλο λιμάνι σε όλη την υφήλιο, δημιούργησε γύρω του τον δικό του "ξεχωριστό κόσμο", αυτόν του υποκόσμου.
Μετά το 1850 λοιπόν, ο Πειραιάς από ένα λιμάνι όπου προσορμίζονταν για κάποιες ώρες τα πλοία, άρχισε να εξελίσσεται σε μια μεγάλη και όμορφη πόλη, ένα μεγάλο λιμάνι όπου πλέον πλοία δένανε για ημέρες.
Παράλληλα και όπως είναι λογικό για κάθε λιμάνι προσέλκυσε τον υπόκοσμο κι άρχισε να ανθίζει η πορνεία και τα περί αυτήν: προαγωγοί, σωματέμποροι, νταβατζήδες, νταήδες στον Πειραιά.
Από τα στοιχεία που έχουμε, χαμαιτυπεία άνοιξαν σε όλο το μήκος της ακτής Μιαούλη και του Ξαβερίου. Οι συμπλοκές, τα φονικά, τα ναρκωτικά και οι αρρώστιες ήταν θλιβερή καθημερινότητα κάτι που άρχισε να ενοχλεί τους κατοίκους της πόλης που άρχισαν να ζητούν από τις αρχές τον έλεγχο της πορνείας.
Άρχισαν συζητήσεις και διαδιακασίες ώστε να μεταφερθούν οι γυναίκες αυτές εκτός της πόλης. Έχει σημασία να αναφερθεί ότι ο κατοικημένος ιστός του Πειραιά μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν αρκετά περιορισμένος.
Επιλέχθηκε λοιπόν η Δραπετσώνα για να στεγάσει την πορνεία, αφ' ενός γιατί ήταν εκτός της πόλεως, αλλά και λόγω της υψομετρικής διαφοράς με το λιμάνι, κάτι που σήμερα δεν είναι αντιληπτό. Η μιαρή και βρώμικη πλευρά της πόλης θα γινόταν επομένως αόρατη από την κοινωνία του Πειραιά και ο Δήμος ανέθεσε στον εργολάβο Νικόλαο Μπόμπολα την ανέγερση ενός κτιριακού συγκροτήματος όπου θα στέγαζε όλες τις πόρνες.
Τα "Βούρλα", όπως έγιναν γνωστά, λειτούργησαν την 1 Ιανουαρίου του 1876 και μπορούμε να φανταστούμε έναν ψηλό μαντρότοιχο με μια είσοδο και στο εσωτερικό τρεις πτέρυγες όπου στεγάζονταν οι εργάτριες του έρωτα.
Αυτές ήταν ιεραρχημένες σε τρια τμήματα, το αριστοκρατικό όπου βρίσκονταν κοπέλες 14-18 ετών, το μεσαίο τμήμα όπου βρίσκονταν οι γυναίκες 18 έως 40 και το τρίτο «τα κατσικάδικα» όπως λεγόταν με γυναίκες άνω των 40 ετών.
Αξίζει να ειπωθεί ότι οι κοπέλες ήταν έγκλειστες εκεί, δεν μπορούσαν να βγουν χωρίς ειδική άδεια και ήταν σχεδόν αδύνατο να φύγουν, μιας και ήταν συνήθως άρρωστες και εθισμένες σε κάποια ουσία. Μια φυλακή πορνών μπορούμε να πούμε, κάτι που σήμερα φαντάζει αδιανόητο ήταν όμως λογικό στην τότε κοινωνία.
Τα Βούρλα προσέλκυσαν πολλούς ανθρώπους στη Δραπετσώνα, γύρω από το πορνείο άνοιξαν καφενεία, τεκέδες όπου σύχναζε πλέον ο υπόκοσμος του Πειραιά, μάγκες, νταβατζήδες, σωματέμποροι, ναρκωτικά και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Γύρω από τα "Βούρλα" τη δεκαετία του 1930, ξέρουμε ότι υπήρχαν πάνω από 20 εργαστήρια παραγωγής ηρωΐνης. Σε αυτά τα μαγαζιά συχνάζουν και οι ρεμπέτες της εποχής, μικρασιάτες και σμυρναίοι οι περισσότεροι και το ρεμπέτικο τραγούδι αρχίζει να κυριαρχεί σε αυτούς τους χώρους.
Η περίφημη «Μάντρα του Σαραντόπουλου» όπου εμφανίστηκε η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία «η Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» με τον Μάρκο Βαμβακάρη ήταν μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα.
Τα "Βούρλα" και ο κόσμος τους, αποτελεί εν πολλοίς έμπνευση γι' αυτούς. Το γνωστό τραγούδι «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια» του Βαμβακάρη, όπως και ο ίδιος μαρτυρεί γράφεται για μια κοπέλα από τα Βούρλα. Πολλοί ρεμπέτες άλλως τε, υπήρξαν και αγαπητικοί και σωματέμποροι στα Βούρλα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γέφυρα του Αγίου Διονυσίου ονομάζεται και «Γεφυρα του Ρεμπέτη» μιας και θεωρούνταν ότι για να γίνει κάποιος ρεμπέτης πρέπει να περάσει τη γέφυρα που από τη μια πλευρά έχει τον παλιό Πειραιά με τα νεοκλασικά και την καλή κοινωνία και από την άλλη τον αμαρτωλό κόσμο της τότε Δραπετσώνας.
"Αγαπητικοί" ήταν το προσωνύμιο του σωματέμπορου, είναι αυτοί που εκμεταλλεύονται τις γυναίκες στα Βούρλα και κάλυπταν το συναισθηματικό τους κομμάτι, φυσικά οι κοπέλες ξέρανε ότι δεν ήταν αληθινά τα αισθήματα, έχουμε όμως μια... "άτυπη συμφωνία" μεταξύ τους, μπορούμε να πούμε.
Με βάση όλα τα παραπάνω, να τονίσουμε πως ενώ υπήρχε μια μάντρα που ξεχωρίζει τον έξω κόσμο από τον μέσα, οι δυο κόσμοι αυτοί συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται.
Στο πέρασμα των χρόνων και ιδιαίτερα μετά το 1922 η Δραπετσώνα κατοικήθηκε από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και τα "Βούρλα" από ένα μέρος εκτός πόλης, έμεινε μέσα στον κατοικημένο ιστό.
Μετά από έντονες διαμαρτυρίες των κατοίκων έκλεισαν οριστικά το 1937 και η πορνεία του Πειραιά μεταφέρθηκε στην Τρούμπα.
Το κτίριο των Βουρλών έγινε σχεδόν άμεσα φυλακές που λειτούργησαν μέχρι το 1970 όταν και κατεδαφίστηκε, κλείνοντας ένα κεφάλαιο της πόλης του Πειραιά...






Σχόλια